Ομοφυλοφιλία: Γεννιόμαστε ή Γινόμαστε;

Οι τελευταίες έρευνες πάνω στο ζητούμενο: αν ένας ομοφυλόφιλος γεννιέται ή γίνεται, δείχνουν αναθεώρηση στα νούμερα του Κίνσεϋ και προτείνουν ότι ένα 2-5% των αντρών είναι αποκλειστικά ομοφυλόφιλοι κι ένα 1-2% των γυναικών.

Οι άντρες δείχνουν να είναι λιγότερο ευέλικτοι όσο αφορά στη σεξουαλικότητά τους από ότι οι γυναίκες (άσχετα με τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό) και οι γυναίκες δείχνουν να επηρεάζονται περισσότερο από παράγοντες κοινωνικούς και γενικότερα περιβαλλοντολογικούς στην έκφρασή της και να έχουν πολύ υψηλότερα ποσοστά αμφισεξουαλικότητας. Για αυτό και είναι σύνηθεστερο το φαινόμενο λεσβιών που έχουν παρευρεθεί σεξουαλικά έστω με άντρες και ετεροφυλόφιλων γυναικών που έχουν παρευρεθεί με γυναίκες από ότι τα αντίστοιχα των αντρών.

Το πιο προφανές «σημάδι» –αν θέλετε- της ομοφυλοφιλίας είναι η αντι-συμβατικότητα των ομοφυλόφιλων παιδιών όσον αφορά στα στερεότυπα του φύλου τους. Αυτή η παρατήρηση συνδέεται κυρίως με τα ενδιαφέρονται των παιδιών και τα παιχνίδια τους παρά με την επιλογή των φίλων τους. Αυτές οι διαφορές έχουν συνδεθεί με την ποσότητα των ανδρογόνων κυρίως κατά την διάρκεια της κύησης και δίνουν βάση στις διάφορες θεωρίες που θέλουν τα ομοφυλόφιλα παιδιά διαφοροποιημένα σε επίπεδο νευρο-ορμονικό. Αυτή η αντι-συμβατικότητα δείχνει να συνεχίζεται και στην ενήλικη ζωή όπως έχει φανεί μέσω τεστ που εξετάζουν την έκφραση του κοινωνικού φύλου του ατόμου. Κοινώς οι ομοφυλόφιλοι άντρες έχουν περισσότερα θηλυκά χαρακτηριστικά και οι λεσβίες περισσότερα αρσενικά χαρακτηριστικά. Αυτό μπορεί να σημαίνει απλά ότι οι ομοφυλόφιλοι άντρες μπορεί να έχουν εντονότερη συναίσθηση από τους ετεροφυλόφιλους συνομήλικούς τους και οι λεσβίες μπορεί να έχουν αυξημένο δυναμισμό.

Η δεύτερη σημαντικότερη «ένδειξη» της αντρικής ομοφυλοφιλίας είναι -κάτι που θα ακουστεί παράξενο μάλλον- το αν έχουν μεγαλύτερους σε ηλικία αδερφούς και το πόσοι είναι αυτοί. Υπάρχουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά δηλαδή, και της αντι-συμβατικότητας που αναφέραμε πριν, και ομοφυλοφιλίας σε αγόρια που έχουν μεγαλύτερους σε ηλικία αδερφούς (οι νεαρότεροι αδερφοί και οι μεγαλύτερες αδερφές δεν δείχνουν να σχετίζονται). Στις λεσβίες κάτι τέτοιο δεν έχει παρατηρηθεί. Αυτή η δεύτερη «ένδειξη» δεν έχει να κάνει με το περιβάλλον, αλλά έχει βιολογικές βάσεις όπως και η πρώτη, οι οποίες είναι αρκετά πολύπλοκες. Σημασία έχει πως ψυχοκοινωνικοί παράγοντες σε αυτό το στάδιο δεν θίγονται. Ενδιαφέρον έχει πάντως το ότι αυτές οι ίδιες παρατηρήσεις δείχνουν να έχουν την ίδια ισχύ ανεξαρτήτους κουλτούρας και φυλής.

Προχωρόντας στο θέμα της κληρονομικότητας, τα νούμερα λένε το εξής: ότι οι ομοφυλόφιλοι άντρες και οι λεσβίες έχουν 10-15% περισσότερες πιθανότητες να έχουν ομοφυλόφιλα αδέρφια του ίδιου κυρίως φύλου, από ότι κάποιος/α ετεροφυλόφιλος/η. Αυτό δεν αποκλείει τους περιβαλλοντολογικούς παράγοντες αλλά δίνει σημαντικές ενδείξης για την ύπαρξη κληρονομικότητας. Έρευνες που έχουν γίνει με μονοζυγωτικά (αυτά που είναι ίδια δηλαδή) και δυζυγωτικά (αυτά που είναι διαφορετικά) δίδυμα δείχνουν ότι τα πρώτα έχουν 50% πιθανότητες να είναι και τα δύο ομοφυλόφιλα, ενώ τα δεύτερα μόλις 20%. [Οι έρευνες με τα δίδυμα θεωρούνται ο πιο έγκυρος τρόπος για να εξεταστεί η κληρονομικότητα, καθώς τα μονοζυγωτικά μοιράζονται το ίδιο γενετικό υλικό, ενώ τα δυζυγωτικά όσο θα μοιραζόντουσαν δυο οποιαδήποτε αδέρφια, ενώ όλα τους έχουν όσο κοινούς περιβαλλοντολογικούς παράγοντες θα μπορούσαν να έχουν.] Επίσης, διάφορες μελέτες δείχνουν ότι κάποιο γονίδιο σχετιζόμενο με το Χ χρωμόσωμα μπορεί να επηρεάζει την σεξουαλικότητα, καθώς έχει παρατηρηθεί ότι συνδέεται περισσότερο η κληρονομικότητα με την οικογένεια της μητέρας. Αυτά για τους άντρες ομοφυλόφιλους. Για τις λεσβίες τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα, και δείχνει να υπάρχει σύνδεση με την οικογένεια του πατέρα (γονιδιακά πάντα).

Λαμβάνοντας υπ’όψιν μας ότι τα γονίδια που δεν οδηγούν στην αναπαραγωγή τείνουν να εξαφανίζονται από την φύση, υπάρχουν διάφορα σενάρια που υποστηρίζουν ότι η ομοφυλοφιλία έχει τον δικό της ρόλο στην Εξέλιξη κι αυτός είναι μάλλον κυρίως να διατηρούνται πιο ισορροπημένες και στενές σχέσεις μεταξύ ομοφύλων.

Στους ομοφυλόφιλους άντρες, δείχνει να ξεκινάει η εφηβεία νωρίτερα και το βάρος τους και το ύψος τους να παραμένουν μικρότερα (στοιχεία που θεωρούνται θηλυκά χαρακτηριστικά), ενώ οι λεσβίες δείχνουν να είναι βαρύτερες και ψηλότερες, αλλά χωρίς να υπάρχει διαφορά στην έναρξη της εφηβείας. Οι ίδιες έρευνες δείχνουν διαφορές βιολογικές ακόμα και μεταξύ butch και femme λεσβιών!

Διαφορές βιολογικές έχουν βρεθεί και σε εγκεφαλικό επίπεδο, με τους ομοφυλόφιλους άντρες να έχουν ανατομικές διαφορές σε σχέση με τους ετεροφυλόφιλους, στον υποθάλαμο αλλά και σε άλλα μέρη του εγκεφάλου. Και φαίνεται πως επίσης επηρεάζονται οι επιδόσεις και των δύο φύλων σε ικανότητες που θεωρούνται κλασικά είτε αντρικές ή γυναικείες. Δηλαδή, οι ομοφυλόφιλοι άντρες είναι γενικά λιγότερο σωστοί σε χωροταξικές ασκήσεις από ότι σε γλωσσολογικές, σε σχέση πάντα με τους ετεροφυλόφιλους άντρες, κι οι λεσβίες το αντίστροφο.

Επίσης υπάρχουν και εξωτερικοί παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν βιολογικά στην ανάπτυξη της ομοφυλοφιλίας, όπως τα υψηλά επίπεδα στρεσογόνων ορμονών κατά την διάρκεια της κύησης. Πέρα από αυτό όμως, κοινωνικό-ψυχολογικοί παράγοντες δεν δείχνουν να έχουν κάποια πολύ ισχυρή σχέση. Το 90% των γιων από ομοφυλόφιλους άντρες γονείς είναι ετεροφυλόφιλο, ενώ είναι παρόμοια τα ποσοστά για κορίτσια που έχουν μεγαλώσει σε λεσβιακές οικογένειες. Είναι λίγο υψηλότερο ίσως από ότι σε ετεροφυλόφιλες οικογένειες, αλλά μπορεί να έχει να κάνει και με το κομμάτι της κληρονομικότητας. Δεν έχει να κάνει λοιπόν με την σεξουαλικότητα των γονιών, δεν έχει να κάνει με τις εμπειρίες σε νεαρή ηλικία ή την αποτυχία με το αντίθετο φύλο.

Πηγή: Η πηγή του κειμένου αυτού είναι μια επιδοτούμενη από την κυβέρνηση – της Μ.Βρετανίας – έρευνα του 2003 από το Ψυχιατρικό Ινστιτούτο του Λονδίνου.

http://www.bigroadstv.com/index.php?option=com_content&task=view&id=383&Itemid=39

Σχετικά άρθρα