Φεστιβάλ Αθηνών.Πρεμιέρα με την Ιλιάδα του Λιβαθινού

Οι 24 ραψωδίες σε πέντε ώρες με σκηνοθέτη τον Στάθη Λιβαθινό

Της Γιωτας Συκκα

Ο συναρπαστικός κόσμος της Ιλιάδας τριβέλιζε το μυαλό του αμέσως μετά το τέλος της Πειραματικής Σκηνής. Οσο περισσότερο ρωτούν τον Στάθη Λιβαθινό γι’ αυτή την τολμηρή επιλογή σε τέτοιους δύσκολους καιρούς, τόσο σιγουρεύεται ότι η πραγματική αιτία κρύβεται στην παιδική του ηλικία. Δείχνοντας τις ουλές -μάρτυρες της ζωηράδας εκείνων των χρόνων- λέει πως πάντα του άρεσε να επιμένει σε ό,τι τον δυσκόλευε. Ετσι και η Ιλιάδα, το ποιητικό έργο που γράφτηκε γύρω στο 750 π.Χ., ήταν ένα από τα σχέδια που ανέβαλε συνεχώς μέχρι που ήρθε η κατάλληλη στιγμή. Βρήκε τους συνεργάτες ηθοποιούς που τον συντροφεύουν στα δύσκολα (Δημήτρης Ημελλος, Βασίλης Ανδρέου, Νίκος Καρδώνης, Μαρία Σαββίδου), δίπλα τους συσπειρώθηκε μια νεότερη γενιά και ξεκίνησαν πρόβες πριν από εννέα μήνες. Ο Στρατής Πασχάλης δεν θα μπορούσε να λείπει απ’ αυτό το φιλόδοξο εγχείρημα ούτε και η Ελσα Ανδριανού.

«Η Ιλιάδα είναι η χώρα μας τώρα», λέει γι’ αυτή την παραγωγή – πρόκληση, που θα δούμε στο Ελληνικό Φεστιβάλ στην οδό Πειραιώς (4/6). «Ο Ομηρος κατάφερε να προβλέψει το μοντέλο ύπαρξης ενός λαού που επρόκειτο να κατοικήσει στην Ελλάδα τα επόμενα 3.000 χρόνια. Οτι ο λαός θα ζει ανάμεσα στην ψευδαίσθηση, τον εμφύλιο πόλεμο, το μίσος και τον θυμό και θα του λείπει η συγχώρεση. Για να υπάρξει, θα διατηρηθεί μέσω της γλώσσας του». Πρόθεση του σκηνοθέτη είναι να παρουσιάσει και τις 24 ραψωδίες ως θεατρική πράξη σε πέντε ώρες. «Ο πόλεμος στον Ομηρο είναι μια αναγκαία πραγματικότητα αλλά και μια αφορμή. Το ζουμί βρίσκεται στις τελευταίες ραψωδίες. Εκεί όπου το έπος αρχίζει να γίνεται αρχαία τραγωδία».

Μια εργασία σε εξέλιξη πάνω στο αφηγηματικό θέατρο, αλλά αυτή τη φορά με αφορμή το έπος του Ομήρου όπου η αφήγηση και ο διάλογος εναλλάσσονται με ρεαλιστικό τρόπο και αλλαγές υφών. «Γιατί ο Ομηρος είναι τραγωδία, μπουλβάρ, αφήγηση, μελετάει τη ζωή».

Ο Στάθης Λιβαθινός θέλει η δουλειά του να είναι ανοιχτή σε πολλές αναγνώσεις. Κι όταν τον ρωτάς αν η στροφή του κοινού στα λογοτεχνικά κλασικά κείμενα είναι εσωτερική ανάγκη ή ασφαλής επιλογή, είναι κατηγορηματικός: «Το κοινό στρέφεται στα είδη που δεν βαριέται. Αυτή τη στιγμή το θέατρο είναι μια εθνική προσπάθεια διάσωσης της γλώσσας και του ήθους μας. Κάθε σκηνοθέτης βάζει τη δική του υπογράμμιση σε τέτοια κείμενα. Το θέμα του ηρωισμού σήμερα είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους απευθύνθηκα στην Ιλιάδα. Η ανάγκη των ανθρώπων να οδηγήσουν άλλους πληρώνοντας το τίμημα, είναι μεγάλο θέμα». Επιπλέον δηλώνει ευτυχής και για τη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη. «Είναι ό,τι πιο σύγχρονο έχουμε για τον Ομηρο».

– Γιατί οι παραστάσεις σας πρέπει να είναι τόσο μεγάλες σε διάρκεια;

– Στην αρχή ήθελα μια πιο ελεύθερη παρακολούθηση, αλλά αυτό απαιτεί προετοιμασία του κοινού και ανάλογο χώρο. Ο θεατής γνωρίζει ότι έρχεται να δει τη δουλειά μου. Θα είναι πέντε ώρες με διαλείμματα.

– Το ανέβασμα αυτής της ακριβής παραγωγής, που ήδη ζητήθηκε και από το εξωτερικό, είναι ένα φιλόδοξο εγχείρημα σε μια εποχή που μας διδάσκει το μέτρο. Δεν φοβάστε;

– Δεν αισθάνομαι φόβο αλλά δέος. Ομως ανοίγει ένας δρόμος γι’ αυτά τα κείμενα που είναι πιο ανοιχτά και δημοκρατικά απ’ όσο μπορούμε να φανταστούμε, καμωμένα για να μιληθούν. Αν μου καταλογιστεί αποτυχία θα το δεχτώ, αλλά θα συνεχίσω να δουλεύω πάνω στο κείμενο.

– Ποια σημεία της φωτίζετε;

– Ο Ομηρος δημιούργησε ένα έπος στο οποίο δεν υπάρχει ούτε νικητής ούτε νικημένος. Είναι η συνομιλία δύο γενεών. Του θυμωμένου ήρωα Αχιλλέα, αυτού του αψίκορου νεαρού, και του σοφού πατέρα Πριάμου και το πώς δυο γενιές μπορούν να συμφιλιωθούν έστω για λίγο. Γιατί απ’ αυτό μπορεί να γεννηθεί κάτι. Υπάρχει ένα μοτίβο μέσα στο έπος που καταφέρνει να αναδείξει όλα τα πρόσωπα από πολλές πλευρές. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της λογοτεχνίας που τα πρόσωπα δείχνουν πόσο γενναιόδωρα μπορούν να είναι, αλλά και πόσο η γενναιοδωρία και η γενναιότητα απέχουν ένα εκατοστό από την έπαρση και την οίηση, κάτι από το οποίο υποφέρει ο λαός μας. Η οργή, η αγανάκτηση, ο θυμός είναι ένα μοντέλο ύπαρξης καταδικασμένο να τελειώσει στην κατανόηση και τη συγχώρεση. Ο Ομηρος κρατάει έναν γενναιόδωρο καθρέφτη για όλους.

– Το θέατρο στην Ελλάδα βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο. Ποιες είναι οι βασικές του ανάγκες;

– Η ανάγκη μιας σχολής σκηνοθεσίας είναι πια γενικό αίτημα για να αξιοποιήσουμε τα κείμενα αλλά και το ταλέντο των νέων ανθρώπων. Η ποσοτική άνθηση των παραστάσεων είναι τεράστια παρεξήγηση, τώρα ειδικά που αλλάζουν οι δομές παραγωγής του θεάτρου. Πολλοί νέοι αρχίζουν να υπάρχουν με δικά τους μέσα, ξέροντας ότι δεν θα ζήσουν ποτέ απ’ αυτό που κάνουν. Επιπλέον, υπάρχουν παραγωγοί με ζήτηση, οι οποίοι αντί να επαίρονται για τα καλλιτεχνικά τους επιτεύγματα, θα έπρεπε να εκπληρώνουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις, να μην αφήνουν ανθρώπους εκτεθειμένους.

– Οι σύγχρονοι συγγραφείς καταπιάνονται με την κρίση;

– Εχουμε πολλούς που ξέρουν να γράφουν αλλά όχι πολλούς που να γράφουν για το θέατρο. Τους έχουμε ανάγκη όμως, το θέατρο είναι σε αμηχανία και δεν μπορεί να τους εκμεταλλευτεί, να τους δώσει βήμα. Δεν μπορεί να προχωρήσει το σύγχρονο ελληνικό θέατρο χωρίς να δώσει βήμα στο δικό του υλικό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ένας καλός ξένος συγγραφέας δεν έχει θέση ανάμεσά μας. Εκείνο που δεν κατανοώ είναι η σώνει και καλά παρουσία ενός ξένου σκηνοθέτη. Καταλαβαίνω τον Ανατόλι Βασίλιεφ να διδάσκει Τσέχοφ στην Ελλάδα, τον Πίτερ Χολ Σαίξπηρ, όμως άλλα φαινόμενα με κάνουν να νιώθω ότι είμαστε χώρα εισαγωγών.

– Το όνομά σας ακούγεται μαζί με άλλα για τη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου. Τι θα αλλάζατε σ’ αυτό;

– Θα κρατούσα ό,τι καλό έγινε και θα προσέθετα κάποια καινούργια.

– Χρόνια πριν, θα μας ενοχλούσε αν τα κόμματα έπαιρναν θέση στη μοιρασιά της εξουσίας στις κρατικές σκηνές. Το βρίσκετε φυσικό;

– Αν τα κόμματα ασχολούνται με τον πολιτισμό, δεν με πειράζει να πουν τις προτάσεις τους. Αν με προτείνει ένα κόμμα ως υπερκομματική προσωπικότητα, τότε θα είναι τιμή μου, γιατί γνωρίζουν ότι δεν ανήκω πολιτικά σε κανένα. Εχω πολιτική θέση, όχι κομματική.

– Τι σας ενοχλεί στην Αθήνα;

– Με θλίβει το σβησμένο βλέμμα των ανθρώπων. Για τον νεοναζισμό καταλογίζω άγνοια, καφετέρια, νωθρότητα και έλλειψη πολιτισμού. Η βία που πρεσβεύουν προέρχεται από κακή εργασία των γονιών και των δασκάλων. Κάποιοι -παιδιά- έφαγαν πολύ ξύλο και θέλουν κι αυτοί να δείρουν. Είναι η ιδεολογία της αποκλήρωσης και της σφαλιάρας. Κάποιοι δεν μεγάλωσαν σωστά. Είναι σαν να μας λέει ο καθρέφτης, αφιερώστε χρόνο στα παιδιά σας. Η Χρυσή Αυγή είναι ο παραμορφωμένος μας καθρέφτης.

– Ποιες είναι οι αγαπημένες σας παραστάσεις;

– Η Αναστασία, η Ελενα και η Χλόη. Οι κόρες μου, 27, 21 και 1,5 ετών.

Σχετικά άρθρα