Σεξ στην εφηβεία. Τι πρέπει να προσέχουν τα παιδιά μας;

Οι έφηβοι δοκιμάζουν πια το σεξ σε πολύ νεαρή ηλικία και αυτό ενέχει μεγάλους κινδύνους για την υγεία τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις αγνοούν το πώς να προστατευτούν από τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και είναι ευθύνη κυρίως των γονιών να τους μάθουν πώς θα μείνουν μακριά από τέτοιου είδους προβλήματα.

Γράφει η Άρτεμις Τσίτσικα, Λέκτορας Εφηβικής Ιατρικής

-Πότε ξεκινά η σεξουαλική ζωή των εφήβων;

Πολλοί είναι οι έφηβοι που ξεκινούν τη σεξουαλική τους ζωή κατά την πρώιμη ή μέση εφηβεία. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι πολύ μικρό, όχι όμως ανύπαρκτο. Στοιχεία από μελέτη σε Έλληνες εφήβους δείχνουν ότι  μέχρι τα 16 χρόνια ζωής 16% των εφήβων (1 προς 3 όσον αφορά στην αναλογία κοριτσιών αγοριών) έχουν ξεκινήσει τη σεξουαλική ζωή τους και 20% των εφήβων είχαν κάποια σεξουαλική εμπειρία εκτός της διεισδυτικής επαφής. Το τελευταίο αυτό στοιχείο θέτει προβληματισμούς για άλλες συμπεριφορές πειραματισμού, εκτός της διεισδυτικής επαφής (π.χ. στοματικό σεξ, κολπική επαφή χωρίς πλήρη διείσδυση), τις οποίες συχνά προτιμούν οι έφηβοι, θεωρώντας μάλιστα εσφαλμένα ότι με τον τρόπο αυτό δεν εκθέτουν τον εαυτό τους σε κινδύνους.

– Γιατί οι έφηβοι είναι επιρρεπείς στη μετάδοση σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων;

Οι έφηβοι αποτελούν πληθυσμιακή ομάδα με μη ελεγχόμενη τάση αύξησης των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων. Αυτό οφείλεται καταρχάς στην ιδιαιτερότητα των ψυχοκοινωνικών χαρακτηριστικών των εφήβων, αλλά και στην ανατομική τους ευαισθησία. Πιο συγκεκριμένα, οι έφηβοι διαθέτουν ευαίσθητα κύτταρα της ζώνης μετάπτωσης στον έξω τράχηλο καθώς επίσης και μειωμένη άμυνα των βλεννογόνων.

-Τι πρέπει να κάνουν οι γονείς σε περίπτωση σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος του εφήβου;

Απαιτείται η άμεση εκτίμηση από ειδικό γιατρό, καθώς επίσης και η διενέργεια των απαραίτητων εργαστηριακών εξετάσεων. Παράλληλα, θα πρέπει να ενημερωθεί ο/η σύντροφος του παιδιού μας προκειμένου να υποβληθεί στις απαραίτητες εξετάσεις και να λάβει την σχετική θεραπεία. Ένα πολύ σημαντικό σημείο, είναι η αποφυγή σεξουαλικής  δραστηριότητας όσο η λοίμωξη είναι ενεργή, αλλά και κατά την διάρκεια της θεραπείας.

– Γνωρίζουν οι έφηβοι στην Ελλάδα πώς να προστατεύονται από τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα;

Σύμφωνα με έρευνα σε Έλληνες σεξουαλικά δραστήριους εφήβους, αν και πάνω από 80% αναφέρουν ότι χρησιμοποιούν το προφυλακτικό, μόνο 30% το χρησιμοποιούν σωστά ( δηλαδή σε κάθε επαφή και σε όλη τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής). Η χρήση του προφυλακτικού μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια για τον έφηβο, αφού προστατεύει σημαντικά – όχι όμως και απόλυτα- από πολλά σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα  και την εγκυμοσύνη.

Σύμφωνα με στοιχεία των Η.Π.Α. οι έφηβοι συνήθως περιμένουν έναν ολόκληρο χρόνο μετά την έναρξη σεξουαλικής δραστηριότητας προκειμένου να αναζητήσουν αποτελεσματική προστασία και αντισύλληψη, με αποτέλεσμα 50% των ανεπιθύμητων κυήσεων να προκύπτουν το πρώτο εξάμηνο μετά την πρώτη σεξουαλική επαφή. Τα ποσοστά εφηβικών γεννήσεων των Η.Π.Α. είναι από τα υψηλότερα του Δυτικού κόσμου (41.7 γεννήσεις ανά 1000 έφηβες), ενώ σε αναδρομική μελέτη δύο μεγάλων Μαιευτηρίων στην Ελλάδα από το έτος 1985 έως το 1998 διαπιστώθηκε ότι 7.53% των γεννήσεων ήταν από έφηβες μητέρες. Η εφηβική κύηση είναι υψηλού κινδύνου με επιπτώσεις στην υγεία της μητέρας και του παιδιού και υψηλά ποσοστά αυτόματης αποβολής (9-14%). Περίπου μισές από τις εφηβικές εγκυμοσύνες καταλήγουν σε άμβλωση, συχνά κάτω από μυστικές και σκοτεινές συνθήκες, με συνεπακόλουθα για τη μελλοντική γονιμότητα των εφήβων και σημαντικές αρνητικές επιδράσεις στην ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη. Για το 30-50% των εφήβων που τελικά γίνονται μητέρες, υπάρχουν σημαντικές μεταβολές στην οικογενειακή, σχολική και κοινωνική τους ζωή.

-Πώς μπορούν οι γονείς να προστατεύσουν τους εφήβους;

Εκτός από την εκπαίδευση για χρήση προφυλακτικού σε κάθε σεξουαλική επαφή, είναι σημαντική και η εφαρμογή προγραμμάτων δευτερογενούς πρόληψης σε σεξουαλικά δραστήριους εφήβους, όπως ο έλεγχος με τεστ Παπανικολάου ετησίως και η ανίχνευση δυνητικά ασυμπτωματικών παθογόνων όπως για παράδειγμα τα χλαμύδια και ο  γονόκοκκος ετησίως. Ο εμβολιασμός έναντι του ιού HPV αποτελεί σημαντικό όπλο πρωτογενούς πρόληψης των σοβαρών μορφών του πιο συχνού σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος και η εφηβική ηλικία είναι η ιδανική ηλικία εμβολιασμού λόγω της ανοσοποιητικής ετοιμότητας του οργανισμού, αλλά και της ισχυρής πιθανότητας μη έκθεσης σε καρκινογόνα στελέχη του ιού.

Η αναφορά στην επείγουσα αντισύλληψη είναι επίσης ένα σημείο-κλειδί στις συνεδρίες σεξουαλικής αγωγής.

Η επείγουσα αντισύλληψη χορηγείται το συντομότερο δυνατό και οπωσδήποτε μέσα σε 72 ώρες μετά την μη ασφαλή σεξουαλική επαφή. Η επείγουσα αντισύλληψη στοχεύει στην αναστολή της ωορρηξίας ή στη μη εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου, και συνεπώς δεν αποτελεί μέθοδο άμβλωσης-η χρήση της δεν ενέχει ηθικά διλήμματα. Συνιστάται αποχή τις πρώτες δύο εβδομάδες μετά τη χρήση επείγουσας αντισύλληψες, καθώς και έλεγχος για εγκυμοσύνη και σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα στο τέλος της περιόδου των δύο αυτών εβδομάδων. Εάν η έφηβος χρησιμοποιεί κάποια ορμονική μέθοδο αντισύλληψης (π.χ. αντισυλληπτικό χάπι) θα πρέπει να τη συνεχίζει κανονικά και ανεξάρτητα από τη λήψη επείγουσας αντισύλληψης.

 

Σχετικά άρθρα