Gotthold Ephraim Lessing

<p><span>Λέσινγκ, Γκότχολντ Εφρέμ (Gotthold Ephraim Lessing, Κάμεντς, Σαξονία 1729 – Μπραουνσβάιγκ 1781). Γερμανός δραματουργός και κριτικός λογοτεχνίας. Ήταν το πρώτο από τα δώδεκα παιδιά ενός Διαμαρτυρόμενου θεολόγου. Σπούδασε θεολογία, φιλοσοφία και ιατρική στα πανεπιστήμια της Λειψίας και του Βίτενμπεργκ. Φύση ελεύθερη και ανήσυχη, διψασμένη για μάθηση, ανακάλυψε μετά τα πρώτα χρόνια σπουδών του το πάθος του για το θέατρο, απογοητεύοντας την οικογένειά του, η οποία τον προόριζε για κληρικό. Στη Λειψία, η οποία ήταν τότε το θεατρικό κέντρο ολόκληρης της Γερμανίας, έγραψε μια κωμωδία, τον Νεαρό Ακαδημαϊκό (Der junge Gelehrte), την οποία παρουσίασε η ηθοποιός Καρολίνε Νόιμπερ το 1748. Ακολούθησαν τα έργα Το ελεύθερο πνεύμα (Der Freigeist, 1749), Οι Εβραίοι (Die Juden, 1749) και άλλα μικρότερα, όλα στη γραμμή του γαλλικού κλασικού θεάτρου, τα οποία όμως προανήγγειλαν, παρά τη συμβατικότητα των καταστάσεων, τις ανανεωτικές τάσεις του Λ. Στο Βερολίνο, όπου εγκαταστάθηκε το 1748, ανέπτυξε συνεχή λογοτεχνική και κριτική δραστηριότητα, τη δεύτερη μέσα από το περιοδικό Συμβολή στην ιστορία και στην αποστολή του θεάτρου, το οποίο άρχισε να εκδίδει το 1749 και σταμάτησε το 1750. Μετέφρασε επίσης πολλά θεατρικά έργα, κείμενα του Βολτέρου κ.ά. 
Την περίοδο 1755-58 έζησε στη Λειψία και συνδέθηκε φιλικά με τον ποιητή Έντβαλ Κρίστιαν φον Κλάιστ. Την περίοδο εκείνη έγραψε τη Μις Σάρα Σάμψον (Miss Sara Sampson, 1755), αστικό δράμα εμπνευσμένο από το αγγλικό θέατρο και από τον συγγραφέα Σάμουελ Ρίτσαρντσον, το οποίο, με την ισχνή και παραμελημένη σκηνική δομή του, αποτελούσε προάγγελο των μεταγενέστερων θεωριών του. Το 1758 επέστρεψε στο Βερολίνο, όπου ίδρυσε το περιοδικό λογοτεχνικής κριτικής Γράμματα για τη νεότερη λογοτεχνία (1759-66), μαζί με τον φιλόσοφο Μόουζες Μέντελσον και τον κριτικό Φρίντριχ Νικολάι. Με τα δοκίμια που δημοσίευσε στο περιοδικό ο Λ., συμμετέχοντας στη θεατρική διαμάχη που είχε ξεσπάσει γύρω από τις απόψεις του κριτικού Γιόχαν Γκότσεντ, υποστήριζε την ανεξαρτησία του καλλιτέχνη απέναντι στα προκαθορισμένα σχήματα και πρότυπα, απέρριπτε τις τρεις αριστοτελικές ενότητες (του χρόνου, του τόπου και της δράσης), και θεωρούσε ότι το γαλλικό δράμα ήταν ξένο προς τη γερμανική πραγματιστική φύση. 
Το 1760, μεσούντος του Επταετούς πολέμου, ο Λ. ανέλαβε καθήκοντα γραμματέα του στρατιωτικού διοικητή της Σιλεσίας, στρατηγού Τάουεντσιεν στο Μπρεσλάου (σημερινό Βρότσλαβ της Πολωνίας). Εκεί μελέτησε φιλοσοφία και αισθητική και εκπόνησε την περίφημη πραγματεία του Λαοκόων: Πραγματεία για τα όρια της ζωγραφικής και της ποίησης (Laokoon: oder über die Grenzen der Malerei und Poesie, 1766), όπου εκθέτει τα βασικά σημεία της ποιητικής του, το κυριότερο από τα οποία είναι ότι η ουσία της ποίησης βρίσκεται όχι στην απλή αναπαράσταση, αλλά στην απόδοση της εξέλιξης, δηλαδή στην κίνηση. Τις απόψεις αυτές αξιοποίησε στην κωμωδία Μίνα φον Μπάρνχελμ (Minna von Bernhelm, 1767), πρώτο δείγμα θεάτρου διαμορφωμένου μέσα από τη σύγχρονη του πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, έστω και αν δεν είναι απαλλαγμένο από παραχωρήσεις στο μελόδραμα. Το 1767 ο Λ. προσκλήθηκε στο Αμβούργο ως Dramaturg (καλλιτεχνικός διευθυντής) του θεάτρου που είχε συγκροτηθεί εκεί, το οποίο όμως δεν ευδοκίμησε. Μαζί με φίλους δημιούργησε μια εκδοτική επιχείρηση· για να καλύψει όμως τα χρέη του αναγκάστηκε να πουλήσει την προσωπική του βιβλιοθήκη. Καρπός των εμπειριών αυτής της περιόδου ήταν η Αμβουργική Δραματουργία (Hamburgische Dramatourgie, 1767-69), ανολοκλήρωτη συλλογή θεατρικών απολογισμών και χρονικών, η πιο αυθεντική έκφραση της θεατρικής σκέψης του Λ. Εκεί ο Λ. υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, μια ηθοποιία σε μέτριο τόνο, η οποία προτρέπει τον θεατή να συμμετέχει εσωτερικά στη δράση και να προβάλλει την ανθρώπινη πλευρά πέρα από το αφηρημένο δραματικό πάθος του θεάτρου αριστοτελικής προέλευσης. 
Από το 1770, ο Λ. έζησε στο Βολφενμπίτελ όπου εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος, πικραμένος από την τραγική οικονομική του κατάσταση και από την πολεμική που δέχτηκε από τον δογματικό κλήρο με αφορμή τη δημοσίευση αποσπασμάτων από τα χειρόγραφα ενός λογίου ο οποίος είχε ασκήσει κριτική στην Αγία Γραφή. Οι απογοητεύσεις αυτές συνοδεύτηκαν από τον θάνατο της γυναίκας του και του νεογέννητου μωρού τους, και η ανάγκη να αναλάβει μόνος του τη συντήρηση και διαπαιδαγώγηση των τεσσάρων άλλων παιδιών της. Παρ’ όλα αυτά, τα χρόνια του Βολφενμπίτελ υπήρξαν πολύ παραγωγικά. Την τραγωδία Αιμιλία Γκαλότι (Emilia Galotti, 1772), η οποία διαδραματίζεται σε μια ιταλική Αυλή και στηρίζεται σε ηθικοκοινωνικές αρχές, ακολούθησε ο Νάθαν ο σοφός (Nathan der Weise, δημοσιεύτηκε το 1779 και παρουσιάστηκε στη σκηνή το 1783), έμμετρο έργο όπου ο Λ. κατόρθωσε να εναρμονίσει την ευγένεια των προθέσεών του με μια καθαρή και ρωμαλέα γλώσσα. Η μορφή του σοφού Εβραίου ενσαρκώνει το ιδανικό του Λ. για μια φωτισμένη ανεκτικότητα που είναι κατάκτηση ενός ανώτερου ανθρωπισμού, όπως διαφαίνεται και στην Αγωγή του ανθρώπινου γένους (Die Erziehung des Menschengeschiechts, 1780), η οποία αποτελεί την πνευματική του διαθήκη. Το σύνολο του έργου του Λ. τον ανέδειξε ως τον κύριο πνευματικό εκπρόσωπο του γερμανικού Διαφωτισμού.</span></p>

Σχετικά άρθρα