Τασούλα Επτακοίλη – Το άλλο μου ολόκληρο

<p><strong>Τασούλα Επτακοίλη – Το άλλο μου ολόκληρο </strong></p>
<p><strong>Εκδόσεις Πατάκη</strong></p>
<p><strong><br /></strong></p>
<p>Eνα ημερολόγιο για την απώλεια του επί 24 χρόνια συντρόφου της Κώστα Μοσχούδη που κρατούσε η δημοσιογράφος Τασούλα Επτακοίλη για ένα χρόνο αφού εκείνος έφυγε είναι το βιβλίο της, ‘Το άλλο μου ολόκληρο’.</p>
<p>Στον πρόλογο ο Παντελής Μπουκάλας διαχωρίζει τα μοιρολόγια που απαρνιούνται τις λέξεις, κλείνονται στη σιωπή μιας βαθιάς ενοχικής αυτοφαγίας και συχνά μεταφράζουν την άρνηση των λέξεων σε άρνηση του κόσμου από εκείνα που τις εμπιστεύονται.</p>
<p>Στο κομοδίνο της ένα λεξικό συνεισφέρει νέα λήμματα στην απώλεια, η λύση του Ομήρου στη ραψωδία δ της Οδύσσειας με το βοτάνι που το πένθος σβήνει, τη χολή πραϋνει κι είναι της κάθε συμφοράς η λησμοσύνη δε λειτουργεί εδώ.</p>
<p>Οι ψυχίατροι περιγράφουν τα πέντε στάδια πένθους: άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, θλίψη, αποδοχή, ο Φρόυντ το 1917 στο 'Πένθος και Μελαγχολία' (Mourning and Melancholia) πραγματεύεται τον φυσιολογικό και τον παθολογικό τρόπο πένθους.</p>
<p>Ενα γαλατικό χωριό στο Μαρούσι, φιλοξενεί ένα σπίτι που μετατρέπεται σε φυλακή, βιώματα προηγούμενων απωλειών και νόσων επιστρέφουν, προσωπικές ελλείψεις μεγενθύνονται, οι κρεμάστρες δε χτυπούν, το ραδιόφωνο δεν παίζει, οι δουλειές δεν μοιράζονται, ένα καλοκαίρι μυρίζει βροχή.</p>
<p>Οι μήνες περνούν, το κρεβάτι μένει με ένα μαξιλάρι, ένα Προσφυγάκι στο Αρχαιολογικό Μουσείο θυμίζει το προσφυγόπουλο που ήρθε στα εννιά του στην Αθήνα από την Αλεξάνδρεια, την 'ελληνική Σιβηρία' που δεν επισκέφτηκαν μαζί διαδέχεται ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί για να γίνει μνήμα δεχόμενο τις στάχτες του, ο Οκτώβριος θα είναι μήνας σημαδεμένος και σημαδιακός, το save κερδίζει το delete.</p>
<p> </p>
<p><em>“Πάει καιρός που προσπαθούσα να γράψω. Αλλά το πληκτρολόγιο δε μπορούσα να το πλησιάσω λες κι ήταν γεμάτο αγκάθια. Αν το ακουμπούσα θα ξέσκιζαν τα δάχτυλα μου. Μόνο σκόρπιες λέξεις σημείωνα σ' ένα τετράδιο. Σημαδούρες στο χρόνο.”</em></p>
<p><em>“Σχεδόν 10 μήνες τώρα ζω με το πένθος. Δε μπορώ να του ξεφύγω, ίσως δεν το θέλω κιόλας. Με ακολουθεί παντού, σαν τη σκιά μου. Αλλοτε ακουμπά τα χέρια του στους ώμους μου. Είμαι εδώ, μου λέει. Μη με ξεχνάς, μην πας να ξεφύγεις. Κι άλλοτε τα τυλίγει γύρω από το λαιμό μου και τα σφίγγει. Πασχίζω να πάρω ανάσα.”</em></p>
<p><em>“Μόνο μια μέρα θέλω να σου λείψω Ρινάκι κι έπειτα να με ξεχάσεις.”</em></p>
<p><em>“Τον θυμάμαι να ζει, τον θυμάμαι να πεθαίνει. Ενα μόνο δε θυμάμαι: τις τελευταίες κουβέντες που ανταλλάξαμε.”</em></p>
<p><em>“Φτάσαμε στη Σόφια νωρίς το πρωί. Με δυνατή βροχή και τσουχτερό κρύο. Στη διαδρομή από το αεροδρόμιο μέχρι το κρεματόριο είχα γύρει το κεφάλι μου πάνω στο παγωμένο τζάμι του αυτοκινήτου πασχίζοντας να σκεφτώ. </em><br /><em>… Λίγα λεπτά μετά από το γυάλινο χώρισμα είδα τον κλίβανο να καταπίνει το φέρετρο και την αντανάκλαση από τις φλόγες πάνω στο τζάμι.”</em></p>
<p><em>“Πολύ νωρίς, ήδη από τα μέσα της περασμένης δεκαετίας με προειδοποιούσες: Έρχεται νέος Μεσαίωνας, το νου σου! Από χρόνια ένιωθες το αδιέξοδο. Τι θα έλεγες σήμερα; Πώς θα ζύγιζες την κατάσταση; Τι θα επέλεγες, άραγε, εσύ στο δημοψήφισμα; Grow up θα μου έλεγες. Δεν έχει και τόση σημασία η δική μου γνώμη. Όλους αυτούς τους μήνες περνώ καθετί μέσα από το δικό σου φίλτρο. Είσαι το μέτρο μου για τα πράγματα. Κατοικείς στο νου μου. Είσαι ο φάρος που μου δείχνει το δρόμο.”</em></p>
<p><strong><br /></strong></p>
<p><strong><br /></strong></p>
<p><strong>H Aργυρώ Μποζώνη στο thetoc.gr</strong> (26.02.1016) ανατρέχει με αφορμή το βιβλίο Στο Μνεμόνικ, την παράσταση του Κομπλισιτέ.</p>
<p><img src="/contentfiles_2015/new_site/mnemonic.png" alt="" width="640" height="423" /></p>
<p> </p>
<p><strong>Ο Στέλιος Στυλιανίδης Καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο συμμετείχε στην παρουσίαση του βιβλίου, η κριτική του δημοσιεύτηκε στο </strong><strong>tvxs</strong><strong>.</strong><strong>gr, 29.02.2016</strong></p>
<p>«H ζωή είναι σκληρή αλλά είναι η μόνη που έχουμε», έγραφε ο Φρόϋντ.</p>
<p><strong>Για αυτή τη ζωή που εκφράζεται μέσα από τον ερωτικό δεσμό, για την απώλεια και το πένθος αλλά και για τη δύναμη της απώλειας</strong>, θα μοιραστώ μαζί σας μερικές σκέψεις.</p>
<p><strong>…</strong></p>
<p>Το κλίμα της μετα – μοντέρνας κοινωνίας, ιδιαίτερα δε τα ΜΜΕ, μας προσκαλεί στο ερωτικό σχέδιο ζωής με φρενήρη τρόπο: <strong>All</strong><strong> </strong><strong>you</strong><strong> </strong><strong>need</strong><strong> </strong><strong>is</strong><strong> </strong><strong>love</strong><strong>!</strong></p>
<p>Από τη άλλη πλευρά<strong>, από τον Σαρτρ ως τον Λακάν</strong> μια μεγάλη βιβλιογραφία μας λέει ότι η αγάπη δεν είναι παρά ματαιότητα, χίμαιρα ή κοροϊδία, γιατί αυτό που υπάρχει είναι η <strong>επιθυμία.</strong></p>
<p>Πώς μπορούμε να υπερβούμε τέτοιες αντιφάσεις; από την εξιδανίκευση της αγάπης και του έρωτα, στην αναγωγή όλων αυτών στη επιθυμία;</p>
<p>Ο <strong>Octavio</strong><strong> </strong><strong>Paz </strong>γράφει στο βιβλίο του<strong> </strong><strong>«Η διπλή φλόγα», (</strong><strong>La</strong><strong> </strong><strong>flamme</strong><strong> </strong><strong>double</strong><strong>):</strong></p>
<p>«Η αποκλειστικότητα είναι το πρώτο χαρακτηριστικό της αγάπης, είναι η συνοριακή γραμμή ανάμεσα στην αγάπη και στο πολύ πιο εκτεταμένο έδαφος του ερωτισμού… Η αποκλειστικότητα είναι η ιδανική απαίτηση, χωρίς αυτήν η αγάπη δεν υπάρχει. Η μοναδική αγάπη, τόσο σπάνια πραγματοποιήσιμη στη πιο βαθειά της διάσταση, είναι η συνθήκη της αγάπης.</p>
<p>Αυτή η αποκλειστικότητα προϋποθέτει μία πίστη που δεν έχει τα μέσα να γνωρίσει τη δοκιμασία του ελλείμματος. Αυτή η αποφυγή δε σχετίζεται φαντασιακά με την πίστη, αλλά με την ίδια τη διατήρηση της βιολογικής και ψυχικής ακεραιότητας και ταυτότητας του ερωτευμένου.</p>
<p>Ωστόσο, σαν περίεργος ψυχαναλυτής, επιτρέψτε μου να κάνω λίγο τον δικηγόρο του διαβόλου, σε αυτό το ωκεάνειο συναίσθημα απόλυτης πληρότητας που μας βυθίζει η αγάπη.</p>
<p>Όπως λέει ο <strong>Λακάν</strong>, όταν ερωτεύεσαι «είναι το εγώ σου που αγαπάς στον έρωτα, το εγώ σου που γίνεται αληθινό σε ένα φαντασιακό επίπεδο».</p>
<p><strong>Ωστόσο, το Εγώ μας συγκροτείται μέσω του Άλλου, του δεσμού. Υπάρχουμε γιατί υπάρχει ο Άλλος.</strong></p>
<p>Το να ερωτευθείς είναι το πρώτο βήμα αλλά όχι απαραίτητα. Ίσως ακόμα και ο κεραυνοβόλος έρωτας είναι μια κατασκευή που συμβαίνει σε φαντασιακό επίπεδο. Σε όλους μας αρέσει να ερωτευόμαστε, γιατί όπως γράφει <strong>ο Κροάτης φιλόσοφος Σρέκο Χόρβατ</strong>, «δεν υπάρχει τίποτα πιο μοιραίο από αυτό». Έχουμε ανάγκη κάτι για το οποίο είμαστε έτοιμοι να θυσιαστούμε. Αφού η εποχή των «Μεγάλων Αφηγήσεων» για ριζική αλλαγή του κόσμου, μοιάζει να έχει ενταφιασθεί ιστορικά.</p>
<p>Xρειάζεται επιτακτικά να ερωτευθούμε. Αυτή είναι μόνο η αρχή. Από τη στιγμή που η σχέση αρχίζει να χτίζεται, βγαίνεις από το ναρκισσισμό σου. Τα πάντα σε ένα χώρο, σε ένα δωμάτιο, ανήκουν σε αυτό το μοναδικό βίωμα που μοιράζεσαι. </p>
<p><strong>Όμως η αγάπη είναι κάτι άλλο.</strong></p>
<p>Υπερβαίνει τη ναρκισσιστική μας κουλτούρα, τα selfies, την αναπηρία μας να σχετισθούμε με έναν άλλον άνθρωπο. Για να είσαι έτοιμος να αγαπήσεις, πρέπει να έχεις τη δύναμη, τη θέληση, να καταπιείς κάτι παραπάνω από τη ναρκισσική σου εικόνα στον καθρέφτη. Νοιάζομαι για το τι θέλει ο άλλος, όχι μόνο σε σχέση με εμένα, τι βιώνει και τι του προκαλώ εγώ σαν βίωμα ευχάριστο ή οδυνηρό, αυτό είναι μία από τις δοκιμασίες της αγάπης.</p>
<p>Μ’ αυτή την έννοια η αγάπη είναι πράξη, θέλει δουλειά και χτίσιμο. Δεν είναι κάτι που σου προσφέρεται έτοιμο στο πιάτο. Αυτό αποτελεί τον αληθινό ριζοσπαστισμό της. Η ομορφιά της και το μεγαλείο της, η υπέρβασή της κατά τους φαινομενολόγους, βρίσκεται στη σκληρή και δύσκολη δουλειά.</p>
<p>Δεν είναι μία αυτόματη διαδικασία του «εδώ και τώρα», όπως επιβάλλει η μετα – νεωτερική κουλτούρα της υπερ – κατανάλωσης του άλλου, μέσα σε ένα περιβάλλον «υγρής πραγματικότητας». (<strong>Z. Bauman</strong>)</p>
<p>Το να στοχάζεσαι και να βιώνεις την αγάπη απαιτεί μια μοναχικότητα. Αυτό νομίζω βίωσαν ο Κώστας και η Τασούλα, ή η Τασούλα και ο Κώστας. Όπως εύστοχα έγραφε ο <strong>Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε</strong> γι’ αυτό το είδος της αγάπης: «δύο μοναξιές προστατεύουν, και αγγίζουν και καλοσωρίζουν η μία την άλλη».</p>
<p>Δεν υπάρχει αυθεντικός και ριζοσπαστικός έρωτας χωρίς μοναχικότητα. Αυτή η «ικανότητα να μένει κανείς μόνος», όπως έλεγε ο <strong>Winnicott,</strong> χωρίς να βιώνει τον φόβο της κατάρρευσης από τη στιγμιαία έλλειψη της παρουσίας του Άλλου, μπορεί να οδηγήσει σε αυτό που ο <strong>Alain</strong><strong> </strong><strong>Badiou</strong> ονόμασε <strong>αφοσίωση.</strong> <strong>Είναι ο πυρήνας του βιβλίου που έχουμε στα χέρια μας.</strong></p>
<p>Η αληθινή αξία της αγάπης είναι η «αντοχή» της. Ωστόσο, οι παγίδες της αγάπης είναι πολλές και υπαρκτές. Νομίζω σχετίζονται όλες και με τον τρόπο που τελειώνει και μία αγάπη.</p>
<p>Εντελώς ενδεικτικά αναφέρω το <strong>1ο θέμα</strong> αυτών των δυσκολιών: <strong>Τον εγωισμό</strong>, που στηρίζεται στο έργο του <strong>J. P. Sartre</strong>, L’Etre et le Néant. («Το είναι και το μηδέν»).</p>
<p><strong>Γράφει ο </strong><strong>Sartre</strong><strong>:</strong> «Καθένας από τους εραστές είναι ολοκληρωτικά αιχμάλωτος του άλλου, στο βαθμό που θέλει να αγαπηθεί από τον Άλλο με αποκλεισμό κάθε άλλου». Από μια τέτοια ψυχική λειτουργία προέρχεται η αλλοτρίωση στον καθρέφτη: <strong>«Ο καθένας θέλει να τον αγαπά ο άλλος».</strong></p>
<p>Μια τέτοια κατοπτρική θέση, ψυχαναλυτικά σκεπτόμενοι μας οδηγεί να παραμείνουμε επικριτικοί με την ασυνείδητη ενοχή, την επιθυμία ιδιοκτησίας, ή ακόμα την αναγνώριση μιας παρανοϊκής πρόθεσης για την πραγμάτωση ενός αδύνατου ιδεώδους.</p>
<p>Ένα <strong>2ο θέμα</strong> είναι η αναζήτηση του <strong>συμπληρώματος. </strong>Η παραβολή του ανδρόγυνου που προέρχεται απ<strong>ό τον Αριστοφάνη και το Συμπόσιο του Πλάτωνα,</strong> μας απεικονίζει την ασυνείδητη αναπαράσταση να είμαστε δύο σε ένα, με τέσσερα άκρα και με διπλά γεννητικά όργανα.</p>
<p><strong>3ο Θέμα:</strong><strong> </strong>Ορισμένοι ψυχαναλυτές υπογραμμίζουν ότι στη σύγχρονη εποχή η αγάπη, από την πρώτη στιγμή συνδέεται με το <strong>μίσος.</strong><strong> </strong>Οι παιδοψυχαναλυτές επιμένουν στις διφορούμενες σχέσεις ανάμεσα στο μικρό παιδί και τη μητέρα του.</p>
<p>Μάλιστα σε σημείο που μια ψυχαναλύτρια, η <strong>Nicole</strong><strong> </strong><strong>Jeammet</strong> προτείνει έναν «ύμνο» στο μίσος: «Το μίσος επικυρώνει τη διαφορά και καθιστά δυνατό το πένθος της συμπληρωματικότητας, αποτελεί την αναγκαία συνιστώσα μια υγιούς ερωτικής σχέσης».</p>
<p>Αν η επιθετικότητα αναγνωρίζεται σαν τέτοια και τίθεται στην υπηρεσία του Συνειδητού Εγώ, θα βοηθήσει ουσιαστικά στην απάρνηση των φαντασιώσεων παλινδρόμησης για μια απόλυτη και αιώνια ένωση. Για να το διατυπώσουμε προκλητικά: <strong>Η αγάπη είναι κτητική και καταστροφική.</strong> Το μίσος, υπό όρους, και όταν αποφεύγει την καταστροφικότητα, σέβεται την ετερότητα του άλλου.</p>
<p>Η διστακτικότητα και η αμηχανία μας μπορεί να αυξηθούν αν αποδεχθούμε <strong>μια άλλη υπόθεση</strong>: η αγάπη είναι μία αυταπάτη, το αντικείμενο της αγάπης δεν είναι το αντικείμενο της επιθυμίας. <strong>Ο Οβίδιος</strong> το έγραψε με μια λεπτή ειρωνεία: «Αυτό που ζητά, φοβάται ότι θα το αποκτήσει, αυτό που δεν ζητά το εύχεται».</p>
<p>Γνωρίζουμε πόσο δύσκολο, αν όχι αδύνατο είναι, όταν είμαστε ερωτευμένοι, να πάρουμε μία απόσταση από την παγίδα της ακραίας εξιδανίκευσης του έρωτα. Παρά την σκληρή αναμέτρηση με την εξωτερική πραγματικότητα και την πραγματικότητα του Άλλου, έχουμε ανάγκη να αγκαλιάσουμε αυτό το αδύνατο ιδεώδες της παντοτινής ένωσης. Κάπου μέσα μας γνωρίζοντας ότι αυτός ο σκοπός είναι αδύνατον να επιτευχθεί στην ολότητά του, με κίνδυνο να υποστούμε το βαρύ κόστος της διάψευσης, συνεχίζουμε να εργαζόμαστε ψυχικά και συναισθηματικά για την πραγμάτωση αυτής της αυταπάτης. Γιατί κάπου μέσα μας την πιστεύουμε και κάπου την διαψεύδουμε. Ίσως αυτή να είναι και η ουσία της συνθήκης να αγαπά κανείς ολοκληρωτικά. Η ήττα της εκλογίκευσης απέναντι στο μεγαλείο του ολοκληρωτικού ιδεώδους.</p>
<p><img src="/contentfiles_2015/new_site/upografh%20bibliwn.jpg" alt="" width="640" height="582" /><br />  <br /> <strong>Η απώλεια και η διεργασία πένθους</strong></p>
<p><strong>Ορισμένα αναπόφευκτα θεωρητικά:</strong></p>
<p>Η εμπειρία της απώλειας του ανθρώπινου αντικειμένου κινητοποιεί την ανάκληση αναμνήσεων που έχουν σαν στόχο να επαναβιώσει το άτομο τις ικανοποιήσεις που συνδέονται με το σημαντικό πρόσωπο που έχει χάσει.</p>
<p>Ωστόσο παράλληλα και βαθμιαία λειτουργεί μια διαδικασία απο – επένδυσης και επανεπένδυσης της λιβιδινικής ενέργειας σε καινούργια αντικείμενα, σε ρεαλιστικούς στόχους και κινητοποιήσεις. Αναζητούνται άλλοι τρόποι και αντικείμενα για να συνδεθούν με τις όποιες επιθυμίες του ατόμου. Τα επώδυνα συναισθήματα και η θλίψη, που συνδέονται με την εμπειρία της απώλειας κάνει τον άνθρωπο να επιδιώκει την επανένωση με το απολεσθέν σημαντικό αντικείμενο. Η μεγάλη επιθυμία για <strong>επανεύρεση του αντικειμένου </strong>συνυπάρχει με τον τρόμο που δημιουργεί η <strong>αναβίωση της απώλειας.</strong></p>
<p><strong>Άρνηση και θυμός ή διαμαρτυρία συνυπάρχουν με θλίψη και συνειδητοποίηση ότι το αντικείμενο έχει χαθεί.</strong> Πολλές φορές η εναλλαγή άρνησης με την αποδοχή της απώλειας διευκολύνει τη σταδιακή επεξεργασία και την κάνει λιγότερη τραυματική.</p>
<p><strong>Η ζωή εμπεριέχει μια συνεχή ταλάντευση.</strong><strong> Η απώλεια είναι προαπαιτούμενο για κάθε ανάπτυξη. Κάθε απώλεια σε κάθε βήμα της ζωής απαιτεί</strong> την αναδιάταξη των ψυχικών στοιχείων με βάση τα νέα δεδομένα. Το βιβλίο της Τασούλας μας θέτει το αμείλικτο ερώτημα, μέσα από την έκθεση του επώδυνου βιώματός της, της δυνατότητας μίας νέας σκηνοθεσίας του ψυχικού χάρτη της, χάρτη μας.</p>
<p>Προκειμένου να έχει νόημα η μετάβαση του ψυχισμού στις <strong>διεργασίες του πένθους</strong>, δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε <strong>τα συστατικά της διαδικασίας</strong>: την αναπαράσταση του «χαμένου» αντικειμένου, τη βίωση/αναγνώριση του ψυχικού πόνου και τη διαχείριση εκείνου του πρωταρχικού/ «βασικού» μίσους που απορρέει από το ενορμητικό πλημμύρισμα που είναι ο «τόπος» συνάντησης με το πρωταρχικό μητρικό αντικείμενο. Όταν όλοι μας χάνουμε κάτι πολύτιμο και πρωταρχικό, δεν είναι σαν να χάνουμε ένα μέρος από την ταύτισή μας με το πρωταρχικό μητρικό αντικείμενο που έχουμε ασυνείδητα εσωτερικεύσει;</p>
<p>Όσο κι αν μας είναι οδυνηρό να το αποδεχθούμε, ο ψυχισμός μας απέναντι σε μια τεράστια απώλεια ανοίγει νέες αβεβαιότητες (το όνειρο της Τασούλας να βγει στον άγνωστο γι’ αυτήν κάμπο, αφού προέρχεται από νησί και τα βιώματά της είναι από τη νησιωτική Ελλάδα), προοπτικές για μετασχηματισμούς, περάσματα και δεσμούς πρόσβασης στο άγνωστο. « Οι δεσμοί νοήματος είναι πειστικοί δεσμοί», γράφει κάπου ο Σ. Μανωλόπουλος. Απαιτούν πίστη ότι θα έχει τέλος και ότι αυτή η εμπειρία θα έχει νόημα. <strong>Ίσως τα πράγματα να έχουν νόημα για όλους μας, επειδή έχουν τέλος (Σ. Μανωλόπουλος).</strong></p>
<p><strong>Το ίδιο και με τα όνειρα</strong> που σχετίζονται, όχι πάντα φανερά με τη διεργασία πένθους. Τα όνειρα έχουν ένα μήνυμα, είναι διεργασίες που παράγουν νόημα. Μπορούμε να διεισδύσουμε στις διεργασίες που υπόκεινται στο νόημα μελετώντας το ονειρεύεσθαι. Ερευνώντας τις συνδέσεις στο όνειρο, ανακαλύπτουμε τη φύση και τη λειτουργία των συνδέσεων.</p>
<p>Ωστόσο όλες αυτές οι διεργασίες έχουν κάτι μοναδικό στον καθένα μας. Ο ψυχικός μας χάρτης αναδιατάσσεται από κάτι απρόσμενο. Πόσο σημαντικό είναι να μπορούμε να απολαμβάνουμε το απρόσμενο σαν άνοιγμα στον ορίζοντα, σαν μία κίνηση που μας πάει προς το μέλλον.</p>
<p>Η ενεστώσα πραγματικότητα, το σήμερα, η «αφηγηματική θήκη», που προστατεύει εν μέρει τον ψυχισμό της συγγραφέως, δίνουν μια γραμμή ετερότητας. Αυτή η ετερότητα κινεί το ψυχικό έργο και επομένως «περιέχει το τέλος». Το τέλος είναι η παραγωγή ενός συμβόλου που μας ανοίγει το μέλλον, ενώ μας δίνει την αίσθηση του εαυτού μας, τη συνέχεια της ύπαρξής του μέσα στο χρόνο και μέσα σε μια στιγμή  αυτοσυνειδησίας, το «εγώ είμαι».</p>
<p><strong>Η αφήγηση συνιστά μια επίσκεψη.</strong><strong> </strong>Ο άνθρωπος έχει τη μαγική ικανότητα, σε σύγκριση με τα άλλα ζώα, να αφηγείται ιστορίες. Κάνει τον χρόνο να κυλά γραμμικά. <strong>Θυμάμαι σημαίνει</strong> ότι ανακατεύω την τράπουλα και αναδιανέμω τους ρόλους, τις σχέσεις, αλλάζω το παρελθόν, μετασχηματίζω τον ψυχικό μου χάρτη. Δε γεμίζω τα κενά. Δημιουργικά μαζεύω τα σκόρπια υλικά και τα μεταλλάσσω σε νέες μορφές, ενώ τροποποιώ την ψυχική οικονομία τους. Έτσι, αποτρέπω σε μεγάλο βαθμό τον θανατηφόρο καταναγκασμό της επανάληψης, που οργανώνεται γύρω από το πένθος για πολύ καιρό. Τότε το άτομο δεν έχει την έννοια του τέλους. Με κάθε τιμωρία δίνει ένα τέλος. <strong>Η αφηγηματική δεινότητα του κειμένου της Τασούλας ίσως προσφέρει σε αυτήν αλλά και σε εμάς, να μετακινηθούμε από το «σταματημένο χρόνο της μελαγχολίας»</strong> (<strong>Sartre)."</strong></p>
<p><img src="/contentfiles_2015/picasso_death%20of%20casagemas.jpg" alt="" width="432" height="328" /></p>
<p><strong>Τασούλα Επτακοίλη, συνέντευξη στη </strong><strong>Free</strong><strong> </strong><strong>Sunday</strong><strong> στις 13/03/2016 </strong></p>
<p><strong>Πότε αρχίσατε να γράφετε τα κείμενα του βιβλίου;</strong></p>
<p>Τα κείμενα άρχισαν να γράφονται λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Κώστα σε μια ψευδαίσθηση επικοινωνίας. Δεν μου περνούσε καν από το μυαλό ότι θα τα έγραφα για να εκδοθούν ή για να τα διαβάσουν άλλοι άνθρωποι. Ήταν για μένα εκτόνωση της τρομερής πίεσης που αισθανόμουν, αλλά και της στενοχώριας. Ήταν μια ανακουφιστική διαδικασία. Νόμιζα ότι ήταν ένα είδος διαλόγου – που ουσιαστικά ήταν μονόλογος, αλλά έχεις μια ψευδαίσθηση ότι μιλάς στον άνθρωπό σου.</p>
<p><strong>Πότε πήρατε την απόφαση η καταγραφή των γεγονότων και των συναισθημάτων σας να γίνει βιβλίο;</strong></p>
<p>Πολύ αργότερα, όταν τα διάβασαν κάποιοι κοντινοί μου άνθρωποι, όπως η αδελφή μου και οι πολύ στενοί μου φίλοι. Μου είπαν να το σκεφτώ, γιατί έχουν περάσει κι άλλοι άνθρωποι από το ίδιο μονοπάτι και ενδεχομένως τους αφορά. Θα βρουν κομμάτια του εαυτού τους. Και πάλι, αυτό δεν λειτούργησε 100% ως κίνητρο. Όταν άρχισα πλέον να το συζητάω, το κίνητρό μου ήταν η ανάγκη μου να επικοινωνήσω μαζί του και να τον συστήσω σε αυτούς που δεν τον γνώριζαν ή να τον θυμίσω σε αυτούς που τον ήξεραν. Έτσι προέκυψε αυτό το βιβλιαράκι.</p>
<p><strong>Σε τι άλλο σας ωφέλησε το γράψιμο;</strong></p>
<p>Με ωφέλησε στο να συνειδητοποιήσω πόσο ευτυχισμένη ζωή είχα περάσει δίπλα στον Κώστα, όταν άρχισα να θυμάμαι πράγματα και να τα καταγράφω, γιατί καμιά φορά υπάρχουν λεπτομέρειες που δεν τις θυμόμαστε. Με το γράψιμο, ήρθαν στην επιφάνεια και είμαι πολύ χαρούμενη που έχουν καταγραφεί. Αυτό το βιβλίο είναι ένας τρόπος να μην ξεχάσω ποτέ τον άνθρωπο με τον οποίο έζησα 24 χρόνια.</p>
<p><strong>Με ποιον τρόπο το πένθος μετατρέπεται σε κείμενο;</strong></p>
<p>Δεν ξέρω πώς γινόταν και απορώ κι εγώ με τον εαυτό μου. Επέστρεφα από τη δουλειά έχοντας γράψει χιλιάδες λέξεις όλη μέρα και καθόμουν να γράψω κι άλλες λέξεις. Έγινε αυτόματα. Το αισθανόμουν και δεν γινόταν να μη γράψω, όταν υπήρχε κάτι που ήθελα να βγάλω από μέσα μου, όσο κουρασμένη και να ήμουν. Έστω και δυο λόγια, μία παράγραφο.</p>
<p><strong>Τι ψυχική δύναμη απαιτείται για ένα τέτοιο εγχείρημα</strong>;</p>
<p>Δεν μπορώ να απαντήσω, γιατί δεν μπορώ να αποτιμήσω αυτό το βιβλιαράκι, ούτε να χαρακτηρίσω τον εαυτό μου. Εγώ είμαι μέσα σε αυτό. Είμαι αυτό. Θα το κρίνει ο καθένας ανάλογα με τα βιώματά του, τους φόβους του ή τις προσδοκίες του. Υπάρχουν άνθρωποι που μου είπαν ότι με ζηλεύουν επειδή έχω ζήσει έναν μεγάλο έρωτα κι εκείνοι δεν τον είχαν ζήσει. Κάποιοι άλλοι ότι αισθάνονται τυχεροί που ζουν κάτι ανάλογο και έχουν τον άνθρωπό τους δίπλα τους. Ο καθένας το περνάει μέσα από το δικό του φίλτρο.</p>
<p><strong>Τι σας απέτρεψε από το να πατήσετε το «delete», όπως αναφέρετε χαρακτηριστικά στο βιβλίο, και να χαθούν όλα όσα είχατε γράψει;</strong></p>
<p>Με απέτρεψε το ότι δεν ήμουν έτοιμη να αποχωριστώ τον Κώστα. Τον ένα χρόνο που διήρκεσε η διαδικασία συγγραφής ουσιαστικά πορευόμασταν μαζί μέρα με τη μέρα. Γυρνούσα στο σπίτι και έπρεπε να του αφηγηθώ όσα είχα περάσει, όλα όσα είχα θυμηθεί, όσα είχα νιώσει. Είχα πει ότι έναν χρόνο θα καταγράφω τις μέρες και τις νύχτες μου. Είχα πει ότι θα κρατήσω έναν από τους πολλούς κύκλους που διαγράφει το πένθος μέσα στον χρόνο. Ο κύκλος δεν κλείνει, το πένθος δεν τελειώνει, απλώς αλλάζει μορφές.</p>
<p><strong>Φοβηθήκατε μήπως το βιβλίο κινδυνέψει να θεωρηθεί μελό</strong>;</p>
<p>Καθόλου. Αυτό το βιβλίο είναι ανοιχτό στην κριτική. Ο καθένας μπορεί να το χαρακτηρίσει όπως θέλει. Αυτό το βιβλίο είναι η ζωή μου. Αν κάποιος τη δει ως μελό, είναι ελεύθερος να το κρίνει. Από τη στιγμή που αποφάσισα να το μοιραστώ, είμαι έτοιμη να ακούσω τα πάντα.</p>
<p><strong>Διαβάζοντας το βιβλίο ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι το θέμα του είναι ο έρωτας και όχι το πένθος</strong>.</p>
<p>Αυτό με χαροποιεί, γιατί οι πιο πολλοί άνθρωποι λένε ότι δεν είναι ιστορία ενός πένθους αλλά ιστορία μιας αγάπης. Τους μένει δηλαδή η γλύκα από τη μοιρασμένη ζωή δύο ανθρώπων που αγαπήθηκαν πολύ.</p>
<p><strong>Η Τζόαν Ντίντιον στο βιβλίο της «Η χρονιά της μαγικής σκέψης» έγραφε ότι το πένθος είναι μια περιοχή που κανείς μας δεν γνωρίζει ώσπου να βρεθεί εκεί.</strong></p>
<p>Είναι αλήθεια. Και κάθε πένθος είναι διαφορετικό. Έχω χάσει πολύ νέα και τη μητέρα μου. Το πένθος που βίωσα με τη μητέρα μου ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό που βιώνω με τον άντρα μου. Έχει και διαβαθμίσεις, δεν είναι μια ευθεία. Έχει πολλές ανεξερεύνητες περιοχές, τις οποίες ακόμα δεν έχω εξερευνήσει ούτε εγώ.</p>
<p><strong>Τι διαβάζει κάποιος στο βαρύ πένθος</strong>;</p>
<p>Εγώ διάβαζα τα βιβλία του Κώστα. Διάβαζα φυσική, που ως φιλόλογος δεν πολυκαταλαβαίνω. Διάβαζα ό,τι του άρεσε. Κοσμολογία, πολιτικά βιβλία και γενικά ό,τι σε βοηθάει στη σκέψη σου για να παίρνεις ανάσες.</p>
<p><strong>Θα θέλατε το βιβλίο σας να αποτελέσει ένα είδος παρηγοριάς για όσους βιώνουν κάτι παρόμοιο</strong>;</p>
<p>Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από το να μπορείς να λειτουργείς παρηγορητικά για άλλους ανθρώπους που βιώνουν τέτοιον πόνο. Αυτό θα ήταν μεγάλη φιλοδοξία και δεν ξέρω αν θα μπορέσει να το καταφέρει αυτό το βιβλιαράκι. Τα πρώτα μηνύματα που έχω κυρίως από γυναίκες που έχουν χάσει τον σύντροφό τους είναι ότι είδαν πολλά κοινά. Αισθάνονται μια συγγένεια μαζί μου και αυτό είναι πολύ γλυκό να γίνεται. Άλλωστε οι βασικοί σταθμοί αυτής της διαδρομής είναι κοινοί.</p>
<p><strong>Δανείζομαι το ερώτημα που θέτει στην εισαγωγή του βιβλίου ο Παντελής Μπουκάλας: «Πώς γίνεται ιστορία ο άνθρωπός σου»;</strong></p>
<p>Θα απαντήσω αυτό που απαντά και ο Παντελής. Το κίνητρό μου ήταν ο παρατατικός να γίνει ενεστώτας, κάτι το οποίο έγινε, γιατί για έναν χρόνο ήταν σαν να είχα απέναντί μου τον Κώστα και να του μιλούσα. Επιπλέον, το φαρμάκι σου να γίνει φάρμακο, όχι μόνο για σένα αλλά και για κάποιους άλλους.</p>
<p><strong>Αφηγούμαστε για να ζήσουμε</strong>;</p>
<p>Εκ των πραγμάτων αυτό κάνω. Αφηγούμαι για να ζήσω. Με τις λέξεις βγάζω το ψωμί μου εδώ και 25 χρόνια. Είναι μια ευλογία. Αφηγούμαστε για να ζήσουμε καλύτερα. Αν δεν αφηγηθώ πράγματα, θα εκραγώ.</p>
<p><strong>Ήταν δύσκολο να γράψετε το βιβλίο χωρίς τη δική του ματιά;</strong></p>
<p>Πάντα σκέφτομαι τι θα έλεγε ο Κώστας αν το διάβαζε, γιατί πάντα ήταν πολύ αυστηρός και ακριβοδίκαιος στην κριτική του απέναντί μου. Αν δεν έκανα κάτι καλά, μου το έλεγε. Το μόνο που πιστεύω ότι έχω καταφέρει και θέλω να πιστεύω ότι θα το έλεγε και ο ίδιος είναι ότι τα κείμενα έχουν ρυθμό.</p>
<p><strong>Η αγάπη φοβάται τον θάνατο;</strong></p>
<p>Η αγάπη φοβάται τον αποχωρισμό. Είτε είναι για μία μέρα είτε είναι για μια ζωή. Αν δεν φοβάται, δεν είναι αγάπη.»</p>
<p><iframe src="http://www.youtube.com/embed/oJM16Q_edQw" frameborder="0" width="425" height="350"></iframe></p>
<p><strong>Ο Ηλίας Μαγκλίνης, (εφημερίδα Καθημερινή, δημοσίευση 28.02.2016) έγραψε για το βιβλίο σε άρθρο με τίτλο </strong><strong>‘Η δική μας μαγική διάσταση’</strong></p>
<p>«Ο Τζέιμς Τζόις θεωρούσε τον Ιησού, τον Φάουστ και τον Αμλετ παραδείγματα μη ολοκληρωμένων ανδρών επειδή δεν συμβίωσαν με μια γυναίκα (κάτι ανάλογο λέει και το Ταλμούδ, χωρίς όμως το name dropping). Ο Κώστας ήταν ένας ολοκληρωμένος άνδρας διότι έζησε είκοσι τέσσερα χρόνια με την Τασούλα. Ακόμα μαζί της είναι· κι ας σκόρπισε εκείνη τις στάχτες του στα νερά της Πάρου.</p>
<p>Ζόρικα πράγματα· οι περισσότεροι στρέφουν αλλού το βλέμμα και κλείνουν ερμητικά τα αυτιά. Οχι, η Τασούλα, η οποία, όπως λέει ο κύριος Γκρι, διαβάζοντας το χρονικό μιας απώλειας που έγραψε η φίλη και καλή συνάδελφος, πετυχαίνει κάτι σπάνιο: «Στο “Ζώντες και τεθνεώτες”, θυμάσαι που ο Κωστής Παπαγιώργης έγραφε πως μόνο ο δικός μας νεκρός μετράει; Μπαίνεις στο νεκροταφείο και πας σφαίρα στον οικείο τάφο – αυτή η μονομέρεια του πένθους. Πόσο δίκιο είχε· αλλά να που η Τασούλα, με το γράψιμό της, σε μετατοπίζει: κλαις με τον δικό της νεκρό – και κλαις κυριολεκτικά, εξαγνιστικά, με τον ίδιο τρόπο που σε άλλα σημεία της αφήγησής της χαίρεσαι με τη βιωμένη τρυφερότητα δύο ανθρώπων που δημιούργησαν το πιο δύσκολο απ’ όλα: έναν κοινό τόπο. Τη δική τους διάσταση».</p>
<p>Η Τασούλα γράφει πως ο Κώστας Μοσχούδης δάκρυζε με πολλά πράγματα, μεταξύ αυτών, με τη μουσική. Τι θα του αφιερώσουμε; Ο κύριος Γκρι σκέφτεται για λίγο. Φίλιπ Γκλας: το δεύτερο μέρος του Tirol Concerto For Piano And Orchestra (2002), αυτή την απέραντη, βιωμένη τρυφερότητα που σε κάνει να νομίζεις, έστω και για λίγο, πως τίποτα πραγματικά δεν πεθαίνει ποτέ.»</p>

Σχετικά άρθρα