Γιατί είναι πιο δύσκολη σήμερα η εφηβεία;

«Μακάρι η νεότητα να μπορούσε τα χρόνια αυτά να πέσει σε ύπνο βαθύ». Με αυτά τα λόγια ο Shakespeare καταδεικνύει την κρισιμότητα της εφηβικής περιόδου.

Η καθηγήτρια ψυχολογίας Φωτεινή Τσαλίκογλου γράφει για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν διαχρονικά οι έφηβοι, οι οποίες σήμερα έχουν ενταθεί.

Οι εκρηκτικές ψυχικές εναλλαγές, η δυσθυμία, οι απογοητεύσεις, οι οδύνες, οι ευφορικές εξάρσεις του εφήβου κάθε άλλο παρά άγνωστες δεν ήταν. Την εποχή εκείνη, φυσικά, τα εφηβικά πάθη δεν καταγράφονταν με εντυπωσιακούς και συχνά παραπλανητικούς τίτλους στον ανύπαρκτο καθημερινό Τύπο. Τροβαδούροι, μάγοι, εξορκιστές, ποιητές αναλάμβαναν να διαχειριστούν τα πάθη της εφηβικής ψυχής. Δεν έχουμε ωστόσο κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι οι γενικής αρμοδιότητας θεραπευτές ήταν λιγότερο αποτελεσματικοί από τους σύγχρονους ειδικούς.

-Γιατί είναι εντονότερα σήμερα τα προβλήματα της εφηβείας;

Στις μέρες μας, καταπώς φαίνεται, τα δεινό της εφηβείας έχουν κάθε λόγο να εντείνονται. Επιλεκτικά θα μπορούσε εδώ κανείς να αναφέρει μια σειρά νέων δεδομένων, όπως:

-Η παρατεταμένη εφηβεία, η αδυναμία πρόσβασης στα κέντρα εξουσίας σε μια κοινωνία που γίνεται ολοένα και πιο ανταγωνιστική.

-Η πειθαρχία σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα όπου η παιδεία θυσιάζεται υπέρ μια εργαλειακής, προς αξιοποίηση, γνώσης.

-Η χρεοκοπία του ενήλικα που ολοένα και λιγότερο προσφέρεται σαν αντικείμενο ταύτισης, καθώς όλοι οι ενήλικοι λόγοι – ο πολιτικός, ο δημόσιος, ο γονεϊκός – μέρα με τη μέρα δοκιμάζεται ως προς τη χαμένη αξιοπιστία τους. (Δεν πείθουν κανέναν πλέον. Ακόμα λιγότερο τον έφηβο, που περισσότερο από κάθε άλλον, αξιώνει την ανάγκη του ονείρου, της πίστης, του οράματος.)

-Σχετίζονται αυτά τα δεδομένα με την αύξηση των αυτοκτονιών των εφήβων;

Διερωτάται κανείς αν αυτό το πλαίσιο ως ένα βαθμό ερμηνεύει τις αυξημένες αυτοκτονίες των εφήβων που παρατηρούνται πρόσφατα στη χώρα μας. Στην Ευρώπη η αυτοκτονία σήμερα αναφέρεται ως δεύτερη ή τρίτη αιτία θανάτου για παιδιά ηλικίας 14-18 ετών. Όσο και αν το πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο συμβάλλει στην κατανοησιμότητα του φαινομένου, δε δίνει από μόνο του την απάντηση στο εναγώνιο γιατί των ηθελημένων εφηβικών θανάτων. Χρειάζεται πάντα η συνδρομή του συγκεκριμένου ψυχισμού, του συγκεκριμένου έφηβου που θα επιχειρήσει το απονενοημένο διάβημα.

Κι εδώ είναι που χρειάζεται να σιωπούν οι σπεύδοντες να ερμηνεύσουν τάχιστα τα πάντα, οι «ειδικοί» των ανθρώπινων συμπεριφορών. Γιατί ο Α’ και όχι ο Β’; Τι αποτρέπει τον Γ’ ακόμα και από τη σκέψη της αυτοκτονίας; Γιατί μια τόσο συνηθισμένη δυσκολία οδήγησε τον Δ’ στο θάνατο; Ανοιχτά ερωτήματα που θα παραμείνουν ανοιχτά όσο η ομαλοποίηση της ψυχής ευτυχώς καθυστερεί εισέτι την εμφάνισή της.

Η δυσφορική διάθεση, η κατάθλιψη, που εκδηλώνεται με μείωση της αυτοεκτίμησης, η ενοχή, η βαθμιαία απομόνωση από ουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις συνθέτουν την κλινική εικόνα που προηγείται της αυτοκτονίας, Η απώλεια του αντικειμένου, συμβολική ή πραγματική, μοιάζει να είναι καθοριστικής σημασίας για το πέρασμα στην πράξη.

«Δεν έχω κανέναν, δεν έχω τίποτα, κανείς δεν με έχει, τίποτα δεν με κρατά», είναι σαν να υπαινίσσεται ο αυτοκτονικός ‘έφηβος. Αν η έννοια της απώλειας είναι η κεντρική στην κατανόηση της αυτοκτονίας, ανοιχτό ας παραμείνει ένα διαταρακτικό ερώτημα: Πόσο η απομαγικοποιημένη εποχή μας συνθέτει από μόνη της μια κουλτούρα της απώλειας, καθώς ένα προς ένα όλα τα άλλοτε σημαντικά αντικείμενα χάνουν το νόημα και τη σημασία τους. Πρόοδος, ευημερία, ειρήνη, συλλογικότητα, ένα προς ένα τα πολύτιμα αντικείμενα χάνουν την αξία τους, απομυθοποιούνται, σαν άλλοι ανήμποροι γονείς θρυμματίζονται μπροστά στα μάτια. Μια τέτοια κουλτούρα απώλειας, που από παντού μας ζώνει, δεν καθιστά τον καθένα μας, δυνητικά, έναν αυτοκτονικό έφηβο;

 

Σχετικά άρθρα