Πώς χειριζόμαστε τις διαφωνίες για τα κληρονομικά;

Η διανομή της οικογενειακής περιουσίας στα παιδιά αποτελεί συνήθη λόγο για την δημιουργία προστριβών και αισθήματος αδικίας. Την ίδια στιγμή που λαμβάνουν ένα δώρο, αισθάνονται αδικημένοι, γιατί δεν ασχολούνται με το τι δέχονται, αλλά με το τι περίμεναν να λάβουν ή με το τι πήραν οι άλλοι. Γονείς που προσέφεραν τους κόπους μιας ζωής αντί να δεχθούν ευχαριστίες, δέχονται διαμαρτυρίες, γκρίνιες και επιθέσεις από τα παιδιά τους. Στο τέλος της ζωής τους, αντί να ερμηνεύσουν όπως έχουν το δικαίωμα, δέχονται αφόρητες πιέσεις, προκειμένου να δώσουν κάτι παραπάνω. Αντί να αγκαλιαστούν από την εκτίμηση και την τρυφερότητα των παιδιών τους, δέχονται υποτιμητικές εκφράσεις   και υφίστανται ψυχικά βασανιστήρια.

Γράφει ο ψυχοθεραπευτής, παιδοψυχίατρος και συγγραφέας, κύριος Δημήτρης Καραγιάννης.  

Η αγάπη που μεταφράζεται σε χρήματα και σε σημαντικά δώρα χάνει το περιεχόμενό της και μεταπίπτει σε αγοραπωλησία ανασφαλειών και ενοχών. Η αγάπη χάνει την ποιότητά της και ευτελίζεται σε διεκδίκηση, σε διαπραγμάτευση και σε σύγκριση ποσών και μεγεθών.

Η διαμάχη για την περιουσία τελικά φτάνει να κατοπτρίζει άλυτες, χρόνιες συναισθηματικές εμπλοκές, προσωπικές ανεπάρκειες, και μια ανωριμότητα που αρνείται να ενηλικιωθεί και να αναλάβει προσωπική ευθύνη.

Κτηματικές περιουσίες εγκαταλειμμένων χωραφιών που αντιστοιχούν σε λίγα ευρω, έγιναν αφορμή για να ψυχρανθούν και να απομακρυνθούν αδέρφια. Μυθικές περιουσίες δισεκατομμυρίων που θα έφταναν για να ζήσουν με περισσή πολυτέλεια απόγονοι τρίτης και τέταρτης γενιάς, οδήγησαν αδέρφια σε ακραίες καταστάσεις αμοιβαίας αλληλοεξόντωσης.

Οι γονείς προσφέρουν ενίοτε με την πεποίθηση ότι μπορούν να ελέγξουν την περαιτέρω πορεία των παιδιών τους. Η προσδοκία ότι τα παιδιά θα οδηγηθούν προς τις ανεπιθύμητες γι’ αυτούς κατευθύνσεις, δεν καταγράφεται ξεκάθαρα στην στιγμή της προσφοράς, αφού θα μπορούσε να οδηγήσει στη μη αποδοχή. Αργότερα όμως παίρνει τη μορφή της αμοιβαίας απαρέσκειας.

Οι γονείς που ανησυχούν για την συναισθηματική απομάκρυνση των παιδιών μετά τον θάνατό τους, κάνουν πολλές φορές το λάθος να αφήνουν την περιουσία τους εξ αδιαιρέτου σ’ αυτά. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Εξουθενωτικές διαφωνίες στη λήψη απόφασης για την τύχη των κοινών κτημάτων, η κατανομή ρόλων και ετικετών: o “κακός” που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί και που δημιουργεί τεχνητές εντάσεις για τα το συγκαλύψει. Ο “αδικημένος” που μονίμως διαμαρτύρεται και αντιδρά με την παθητική απόσυρσή του. Ο “διαιτητής” που προσπαθεί να συμβιβάσει τις αντιμαχόμενες παρατάξεις και προσπαθεί ανεπιτυχώς να δημιουργήσει γέφυρες επικοινωνίας. Οι σύντροφοι, οι γνωστοί και οι επόμενες γενιές απεγνωσμένα προσπαθούν να λύσουν τα μπλεξίματα που άφησαν οι προηγούμενες.

Καλή λύση είναι η ξεκάθαρη. Προτιμότερα τα λιγότερα χρήματα, αλλά δίχως τις διαμάχες. Όποιος είναι ικανός, δεν περιμένει να ζήσει από τις κληρονομιές. Η ζωή έχει να δείξει πλήθος πλούσιων κληρονόμων που πέθαναν στη μιζέρια. Εκμαυλίστηκαν από τον χαρισμένο πλουτισμό, το χρήμα το ξεκομμένο από τον μόχθο και τη δημιουργία.

Η μιζέρια που είναι ψυχικό και όχι οικονομικό μέγεθος, κατοικεί σ‘ όποιον αποφεύγει την δύσκολη, μα συναρπαστική πάλη της εργασίας.

Η παράταση της χρονικής περιόδου της εφηβείας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες είναι γεγονός. Η αυθεντική ενηλικίωση των παιδιών δεν μπορεί να συνυπάρχει με την αυτονόητη απαίτηση για παροχή χρόνου και χρήματος εκ μέρους των γονιών. Ζητείται η αυτονόμηση, δίχως την αντίστοιχη παραίτηση από τις όποιες παροχές.

Αποτελεί θλιβερό γεγονός η γενικευμένη απαίτηση των παιδιών για διανομή της γονικής περιουσίας σ‘ αυτά. Μια τέτοια αντίληψη κλέβει τις δημιουργικές δυνάμεις του παιδιού και το καθιστά μονίμως υπολειπόμενο.

Η μόνιμη αίσθηση αδικίας και η διαρκής ενασχόληση με τα οφέλη των άλλων αδελφών, καθιστά ύποπτο αυτόν που κατηγορεί και δίνει πληροφορίες φια ψυχοπαθητική οργάνωση της προσωπικότητάς του.

Οι διαδεδομένοι οικογενειακοί μύθοι που διακρίνουν τα μέλη της οικογένειας σε δυνατούς που διαρκώς θα πρέπει να φροντίζουν και σε αδύνατους που πάντα φροντίζονται από τους άλλους, οδηγεί σε μοιραίες καταστάσεις. Οι αντιλήψεις αυτές καταλήγουν στις άνισες κατανομές, όπου ο “αδύνατος” δέχεται τα περισσότερα, αφού οι γονείς εκτιμούν ότι δεν θα μπορέσει να εντεπεξέλθει στις δυσκολίες της ζωής. Βεβαίως, όλοι αδικούνται, αφού κανείς στην πραγματικότητα δεν είναι αποκλειστικά δυνατός ή αποκλειστικά αδύνατος.

Από την κλινική μου εμπειρία μού είναι βέβαιο ότι εκείνος ο οποίος έχει δεχθεί την ευνοϊκή μεταχείριση, τελικά θα είναι ο χαμένος της ιστορίας. Δεν πρόκειται να έχει καμιά τύχη στην προσωπική του πορεία.

Κάτι αντίστοιχο αποδεικνύουν οι έρευνες γαι την πορεία όσων κέρδισαν μεγάλα ποσά σε λαχεία ή αντίστοιχα τυχερά παιχνίδια. Οι περισσότεροι δεν είχαν καλή τύχη. Δεν πρόκειται για κάποια μεταφυσική τιμωρία στην οποία υπόκεινται όσοι διαπράττουν την ύβρη να υπερβούν το όποιο οικονομιό όριο. Το γεγονός μπορεί να κατανοηθεί ως συνέπεια του μεγάλου άλματος που κάνει κάποιος όχι βάσει των δικών του προσπαθειών και των ικανοτήτων του, αλλά εξαιτίας του τυχαίου, του χαρισμένου ή του άδικου.

Είναι τότε που, σε συμβολικό επίπεδο, αυτός που έχει μάθει να οδηγεί ένα μικρό αυτοκινητάκι, βρίσκεται να πρέπει να οδηγήσει τη νέα του Φεράρι, με την έπαρση μάλιστα ότι οι δρόμοι του ανήκουν αποκλειστικά. Επομένως, το ατύχημα που θα του συμβεί δεν θα οφείλεται σε μια θεϊκή τιμωρία, αλλά στην συνέπεια της έπαρσης που χαρακτηρίζει εκείνον που θεωρεί ότι δικαιωματικά τού ανήκει αυτό που οι περιστάσεις τού χάρισαν.

Το γνωστό κινέζικο γνωμικό: “καλύτερα να μάθεις κάποιον να ψαρεύει, παρά να του προσφέρεις ψάρια για να χορτάσει την πείνα του”, παρουσιάζει την παγκόσμια αλήθεια, ότι τυχερό είναι το παιδί που με προσωπική διεργασία αξιοποίησε την θετική ή την αρνητική εμπειρία των γονιών του, παρά εκείνο που ανέξοδα κληρονόμησε τα όποια αγαθά μπόρεσαν αυτοί να αποκτήσουν.

Σχετικά άρθρα