Κοινωνική φοβία. Γιατί ντρέπομαι τόσο πολύ;

Καλησπέρα σας. Τι συμβαίνει σε ένα άτομο όταν φοβάται να συναναστραφεί με πολύ κόσμο; Ή όταν δεν θέλει να παραστεί σε κοινωνικές εκδηλώσεις με γνωστά ή άγνωστα άτομα; Νιώθω πολύ αμήχανα κάθε φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Θα ήθελα να μας πουν οι ειδικοί σας που μπορεί να οφείλεται η κοινωνική φοβία και πώς αντιμετωπίζεται. Ευχαριστώ. 

Νίκη, Θεσσαλονίκη.

Αναζητήσαμε απάντηση στο ερώτημά σας στο βιβλίο της συνεργάτιδάς μας, Καθηγήτριας Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, “Πρώτες Βοήθειες Ψυχικής Υγείας. Ένας οδηγός για τις ψυχικές διαταραχές και την αντιμετώπιση τους”. Επλίζουμε οι πληροφορίες να σας φανούν χρήσιμες. 

Τι είναι η Κοινωνική Φοβία;

Ο παραπάνω όρος αναφέρεται στο φόβο του ατόμου ότι θα γίνει αντικείμενο παρατήρησης και κριτικής από τους γύρω του. Το άτομο που υποφέρει από κοινωνική φοβία αισθάνεται ότι στις κοινωνικές του συναναστροφές αποτελεί το επίκεντρο της προσοχής, ότι οι γύρω του παρατηρούν και σχολιάζουν αρνητικά τα λόγια, τις πράξεις του και γενικά την παρουσία του, γεγονός που του προκαλεί άγχος και ντροπή. Τα παραπάνω είναι συναισθήματα και σκέψεις που ίσως κατά καιρούς έχουν απασχολήσει αρκετούς από εμάς.

Πώς καταλαβαίνουμε αν πάσχουμε από κοινωνική φοβία; 

Αναφερόμαστε στον όρο κοινωνική φοβία όταν οι σκέψεις και τα συναισθήματα αυτά είναι τόσο έντονα που μας απασχολούν πάντα σε καταστάσεις στις οποίες θεωρούμε ότι γινόμαστε αντικείμενο κριτικής και παρατήρησης από τους άλλους και τις οποίες οι άλλοι αντιμετωπίζουν με λιγότερο άγχος.

Θα πρέπει εδώ να επισημάνουμε τη διαφορά κοινωνικής φοβίας και ντροπαλότητας.

Τα ντροπαλά άτομα μπορεί να μη νιώθουν άνετα ανάμεσα σε πολύ κόσμο αλλά δεν βιώνουν το έντονο άγχος και ανάλογα σωματικά συμπτώματα (τάση για εμετό κτλ.) που βιώνει ένα άτομο που υποφέρει από κοινωνική φοβία σε μια ανάλογη περίσταση. Επιπλέον, δεν αποφεύγουν μια κοινωνική κατάσταση στην οποία θα αισθάνονται το επίκεντρο της προσοχής (π.χ. στην παρουσίαση μιας εργασίας), ενώ αντίθετα τα άτομα με κοινωνική φοβία είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα το κάνουν. Τα άτομα με κοινωνική φοβία επίσης μπορεί να μην είναι ντροπαλά στις προσωπικές τους σχέσεις αλλά κάτω από ορισμένες συνθήκες (π.χ. όταν πρόκειται να μιλήσουν μπροστά σε κοινό) να αισθάνονται εντονότατο άγχος.

Υπάρχουν 2 κατηγορίες κοινωνικής φοβίας .

Η πρώτη κατηγορία είναι η ειδική κοινωνική φοβία όπου το άτομο φοβάται να προβεί σε συγκεκριμένες δραστηριότητες όταν το παρατηρούν άλλα πρόσωπα, π.χ. πολλά άτομα αποφεύγουν να τρώνε μπροστά σε τρίτους, να γράφουν, να μιλάνε μπροστά σε κοινό, να απευθύνονται σε άτομα κύρους κ.α. Η δεύτερη κατηγορία είναι η γενικευμένη κοινωνική φοβία όπου το άτομο φοβάται την κριτική από τρίτους σε μια πληθώρα καταστάσεων της καθημερινής ζωής.

Πόσο συνηθισμένο πρόβλημα είναι η κοινωνική φοβία;

Η κοινωνική φοβία αποτελεί ένα από τα πιο συνηθισμένα ψυχολογικά προβλήματα και απαντάται εξίσου συχνά τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες. Έρευνες δείχνουν ότι 3% ως 13% των ανθρώπων θα εμφανίσουν αυτή τη διαταραχή κατά την διάρκεια της ζωής τους. Τις περισσότερες φορές η κοινωνική φοβία εμφανίζεται στις ηλικίες από 5 έως 13 χρονών, ωστόσο αρκετές φορές εμφανίζεται και μετά τα 25 χρόνια.

 Πώς δημιουργείται η κοινωνική φοβία;

Βασικό χαρακτηριστικό των ατόμων με κοινωνική φοβία είναι ο έντονος φόβος κριτικής και ταπείνωσης. Ο φόβος αυτός μπορεί να έχει δημιουργηθεί είτε μέσω ενός τραυματικού γεγονότος είτε μέσω μιας διαδικασίας μάθησης από ένα πρότυπο (πχ. Γονέας).

Στην περίπτωση που η έναρξη του προβλήματος συσχετίζεται με ένα τραυματικό γεγονός, ο μηχανισμός μέσω του οποίου αναπτύχθηκε και συντηρείται η Κοινωνική Φοβία είναι ο εξής: αν το άτομο κάποια στιγμή που μίλησε μπροστά σε κοινό π.χ. στο σχολείο ένιωσε να υποτιμάται και να γελοιοποιείται από τον καθηγητή ή τους συμμαθητές του με αποτέλεσμα να βιώσει έντονο άγχος και δυσάρεστα συναισθήματα, αυτό ίσως είχε ως συνέπεια να αποφύγει μια παρόμοια κατάσταση -ομιλία μπροστά σε κόσμο- στο μέλλον.

Στο παραπάνω παράδειγμα θα μπορούσε πράγματι ο καθηγητής να είχε μιλήσει προσβλητικά προς το συγκεκριμένο άτομο ή το ίδιο το άτομο να θεώρησε ότι οι άλλοι σκέφτονται υποτιμητικά για το ίδιο. Σημασία ωστόσο δεν έχει τόσο αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα όσο το ότι το άτομο ερμήνευσε την εμπειρία αυτή ως αρνητική για τον εαυτό του και σκέφτηκε ότι έγινε ρεζίλι. Η σκέψη αυτή του δημιούργησε αρνητικά συναισθήματα (έντονο άγχος, ντροπή και φόβο) και ίσως να είχε ως αποτέλεσμα να θεωρεί ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει σε καταστάσεις που οι άλλοι μπορούν να τον κρίνουν (σε μία παρέα, όταν μιλάει με άτομα κύρους, όταν βρίσκεται με πολύ κόσμο και μπορεί να το παρατηρήσουν, όταν χρειαστεί ξανά να μιλήσει μπροστά σε ακροατήριο) και να τις αποφεύγει. Η αποφυγή βραχυπρόθεσμα έχει θετικές συνέπειες -ανακούφιση από το άγχος-, σταδιακά όμως ενισχύει την αντίληψή του ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει σε ανάλογες καταστάσεις (π.χ. φιλικές συγκεντρώσεις, σχέσεις με συναδέλφους, συναναστροφή με πολλούς ανθρώπους).

Στην περίπτωση που το πρόβλημα δημιουργήθηκε μέσω μιας διαδικασίας μίμησης κάποιου προτύπου το άτομο έμαθε να φοβάται κοινωνικές καταστάσεις στις οποίες μπορεί να δεχθεί κριτική, παρατηρώντας σε πρώτο στάδιο τις αντιδράσεις σημαντικών για αυτό προσώπων και σε δεύτερο στάδιο υιοθετώντας τις αντιλήψεις που στηρίζουν τις συμπεριφορές αυτών των ατόμων (πχ. μην μπλέκεις σε αντιπαραθέσεις γιατί αυτό δεν ξέρεις που μπορεί να οδηγήσει).

Ποια είναι τα συμπτώματα της Κοινωνικής Φοβίας;

Σκέψεις και συναισθήματα:

Το άτομο που υποφέρει από κοινωνική φοβία αισθάνεται έντονο άγχος σε μία ή περισσότερες κοινωνικές καταστάσεις ή όταν χρειάζεται να επιτελέσει κάτι μπροστά σε άλλους. Σκέφτεται ότι οι άλλοι θα τον κρίνουν, θα τον παρατηρούν, θα εξετάζουν προσεκτικά κάθε του κίνηση. Αναμένει ότι θα γελοιοποιηθεί, θα υποτιμηθεί, και ότι οι άλλοι θα κάνουν προσβλητικά και αποδοκιμαστικά σχόλια και όταν μπορεί αποφεύγει αυτές τις καταστάσεις.

Συχνά ακόμα αισθάνεται θλίψη, μοναξιά και ότι είναι αποκομμένο από τους άλλους, κάτι ωστόσο φυσιολογικό και αναμενόμενο αφού και το ίδιο αποφεύγει την αλληλεπίδραση μαζί τους. Τέλος τα άτομα με κοινωνική φοβία έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, μειωμένη αυτοπεποίθηση και αρνητική εικόνα για τον εαυτό τους. Σκέφτονται ότι δεν έχουν τις κοινωνικές δεξιότητες που οι άλλοι έχουν για να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τέτοιες καταστάσεις. Πιστεύουν ότι όλοι οι άλλοι τα καταφέρνουν καλύτερα σε διάφορους τομείς της ζωής τους ενώ για τον εαυτό τους πιστεύουν ότι κάνουν συνέχεια και μόνο λάθη, κυρίως στις συναναστροφές τους με άλλους ανθρώπους.

Ωστόσο συχνά αναγνωρίζουν ότι το άγχος τους και οι φόβοι τους είναι υπερβολικοί αλλά παραβλέπουν τις εμπειρίες στις οποίες τα έχουν καταφέρει εξίσου καλά με τους άλλους και εμμένουν στις ίδιες δυσλειτουργικές και στρεσογόνες σκέψεις.

Υπάρχουν και σωματικά συμπτώματα; 

 Τα άτομα που υποφέρουν από κοινωνική φοβία σε καταστάσεις έντονου άγχους αισθάνονται να κοκκινίζουν στο πρόσωπο. Ακόμα περιγράφουν ναυτία, τάση προς εμετό και συχνοουρία, ταχυκαρδία, αρρυθμία και τσιμπήματα στα δάχτυλα των ποδιών και των χεριών, στις παλάμες και στα πέλματα. Επίσης πολλοί ιδρώνουν υπερβολικά, νιώθουν ένα κόμπο στο λαιμό τους και τους μυς του προσώπου τους να παγώνουν και να ακινητοποιούνται. Αισθάνονται τέλος δυνατές κράμπες στο στομάχι και αδυναμία να ελέγξουν την αναπνοή τους η οποία γίνεται πολύ γρήγορη και ακανόνιστη. Ανάλογα με την περίπτωση, όσο εντονότερο στρες βιώνει το άτομο, τόσο εντονότερα και εμφανέστερα θα είναι τα συμπτώματα αυτά.

Πώς αυτά τα συμπτώματα συντηρούν την Κοινωνική Φοβία;

Για παράδειγμα ένα άτομο με κοινωνική φοβία σε μια φιλική συγκέντρωση σκέφτεται διαρκώς ότι θα χάσει τα λόγια του και θα γίνει ρεζίλι. Οι σκέψεις αυτές του δημιουργούν αισθήματα ντροπής και άγχους με αποτέλεσμα σε λίγο να αρχίσει να πιστεύει ότι η ανησυχία του και τα συνωδά συμπτώματα άγχους γίνονται αντιληπτά από τους συνομιλητές του. Φοβούμενο ότι οι γύρω του θα καταλάβουν την ταραχή του και θα ρεζιλευτεί αγχώνεται ακόμα περισσότερο.

Το άτομο θα συνεχίσει να αγχώνεται και πιθανόν να χάσει πράγματι τα λόγια του.

Είτε το άτομο χάσει τα λόγια του είτε όχι το επεισόδιο ενεργοποιείται μέσω ενός φαύλου κύκλου που ξεκινά από μία λανθασμένη αντίληψη μίας σωματικής αντίδρασης (οι άλλοι βλέπουν ότι αγχώνομαι) που οδηγεί σε αυξημένη εγρήγορση με αυξημένη έκκριση αδρεναλίνης η οποία με την σειρά της οδηγεί σε περαιτέρω σωματικά συμπτώματα και έτσι ενισχύεται η αντίληψη ότι οι άλλοι θα καταλάβουν το άγχος του. Πολύ πιθανό επίσης είναι το άτομο και μόνο στην σκέψη ότι θα χάσει τα λόγια του να αποφύγει οποιαδήποτε κοινωνική συναναστροφή. Αυτή η αποφυγή συντηρεί επίσης το άγχος του ατόμου και οδηγεί σε έναν άλλο φαύλο κύκλο όπου η αποφυγή αυξάνει το άγχος του ατόμου και ισχυροποιεί την αντίληψή του ότι δεν θα τα καταφέρει και θα γίνει ρεζίλι.

 Πώς επηρεάζει η κοινωνική φοβία τη ζωή του ατόμου;

Πολλοί από εμάς αισθάνονται έντονο άγχος όταν πρόκειται να δώσουν μια ομιλία ή να παρουσιάσουν μια εργασία. Κάτι τέτοιο ασφαλώς δεν συγκαταλέγεται στις φοβίες, αλλά σε καθημερινές περιστάσεις της ζωής και σε φυσιολογικές ανθρώπινες αντιδράσεις. Το άγχος σε αυτές τις περιπτώσεις είναι μάλλον καλό, καθότι συμβάλει σε μια καλύτερη επίδοση.

Για τα άτομα όμως που υποφέρουν από κοινωνική φοβία αυτό το φυσιολογικό και δικαιολογημένο άγχος παίρνει δραματικές διαστάσεις. Τα άτομα αυτά έχουν την πεποίθηση ότι δεν θα τα καταφέρουν και οι άλλοι πιθανότατα τους κρίνουν αρνητικά και τους αποδοκιμάσουν. Φοβούνται ότι σε οποιαδήποτε κοινωνική συναναστροφή, από το να βγουν έξω με μια παρέα μέχρι τη διεκπεραίωση κάποιων επαγγελματικών θεμάτων, οι γύρω τους θα τους ταπεινώσουν και θα τους μειώσουν.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα άτομα αυτά να αποφεύγουν σιγά-σιγά και βαθμιαία όλο και περισσότερο την αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους καθώς αυτό τους ανακουφίζει άμεσα από το άγχος και το φόβο τους.

Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η κοινωνική φοβία;

Ο πιο αποτελεσματικός και ενδεδειγμένος τρόπος για την αντιμετώπιση της κοινωνικής φοβίας είναι η Γνωσιακή – Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεία. Η Γνωσιακή – Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεία αφορά στην τροποποίηση τόσο του τρόπου σκέψης του ατόμου όσο και της συμπεριφοράς του.

Σχετικά με τον τρόπο σκέψης του το άτομο θα προσπαθήσει να αντικαταστήσει τις δυσλειτουργικές σκέψεις του, με ρεαλιστικές σκέψεις, στηριζόμενες στην αντικειμενική πραγματικότητα. Μέσα από τη Γνωσιακή – Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεία γίνεται προσπάθεια να αναδομηθεί η αντίληψη του ατόμου ότι οι γύρω του το κρίνουν και το παρατηρούν διαρκώς.

Στόχος είναι να συνειδητοποιήσει το άτομο ότι αυτή του η αντίληψη δεν είναι ρεαλιστική και να την αντικαταστήσει με μια αντίληψη που να ανταποκρίνεται στην αντικειμενική πραγματικότητα, μια ρεαλιστική δηλαδή αντίληψη.

Η Γνωσιακή – Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεία δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα τόσο στις σκέψεις, όσο και στη συμπεριφορά του ατόμου. Μέσα από τη θεραπεία το άτομο μαθαίνει τεχνικές ώστε να αντιμετωπίσει το πρόβλημά του με επιτυχία.

Μια από αυτές είναι η τεχνική της χαλάρωσης, σύμφωνα με την οποία το άτομο μαθαίνει να διαχειρίζεται το άγχος του και να το διατηρεί σε ανεκτά για το ίδιο επίπεδα. Άλλη σημαντική παράμετρος της θεραπείας είναι η έκθεση. Ακόμα και αν το άτομο καταφέρει να αναδομήσει τις δυσλειτουργικές σκέψεις που συντηρούν την κοινωνική φοβία, αν δεν αντιμετωπίσει την κατάσταση που του προκαλεί φόβο και άγχος, την επόμενη φορά που θα έρθει αντιμέτωπο με μια παρόμοια περίσταση θα συμπεριφερθεί πιθανώς με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που συμπεριφερόταν και πριν τη θεραπεία.

Μέσα από τη θεραπεία το άτομο μαθαίνει να έρχεται σε επαφή με την κατάσταση που του προκαλεί άγχος ακολουθώντας μικρά διαδοχικά βήματα. Το να βρεθεί ένα κοινωνικοφοβικό άτομο σε μια συγκέντρωση με πολλά άτομα, ακόμα και αν έχει τροποποιήσει τις δυσλειτουργικές σκέψεις του, είναι μια κατάσταση που του προκαλεί άγχος. Το παραπάνω παράδειγμα ίσως να αποτελεί έναν από τους τελικούς στόχους της θεραπείας, ο οποίος ακολουθεί άλλους μικρότερους στόχους, π.χ. συμμετοχή σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, συναναστροφή με γνωστά άτομα κλπ. Το άτομο μαθαίνει να έρχεται σε επαφή με ό,τι του προκαλεί φόβο σιγά-σιγά, κάνοντας μικρά βήματα κάθε φορά.

Παράλληλα με τη Γνωσιακή-Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεία το άτομο μπορεί να δεχθεί και φαρμακευτική αγωγή.

Κάτι τέτοιο ίσως είναι χρήσιμο στην αρχική κινητοποίηση του ατόμου και πιθανώς το βοηθήσει την πρώτη φορά που θα έρθει αντιμέτωπο με μια αγχογόνα κατάσταση. Χρειάζεται ωστόσο προσοχή καθώς χρήση των αγχολυτικών φαρμάκων δεν ενδείκνυται για μακροχρόνια χρήση.

 

 

Σχετικά άρθρα