Διαδίκτυο: Πώς δρουν οι σεξουαλικοί κακοποιοί και πώς να προστατέψεις το παιδί σου

<p>Στις περιπτώσεις της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης περισσότερο ευάλωτα φαίνεται να είναι παιδιά ηλικίας άνω των 13 ετών, ενώ με την αύξηση της ηλικίας του παιδιού αυξάνεται και η επικινδυνότητα θυματοποίησης τους καθώς τα παιδιά εφηβικής ηλικίας αποκτούν μεγαλύτερη εξοικείωση με τις δυνατότητες που παρέχει το διαδίκτυο και τείνουν να πειραματίζονται περισσότερο, εκθέτοντας την ιδιωτική τους ζωή και συνομιλώντας με αγνώστους. Η έλλειψη συνοχής και η δυσλειτουργική επικοινωνία μέσα στην οικογένεια αποτελεί παράγοντα ευαλωτότητας καθώς ο θύτης εκμεταλλεύεται τη συναισθηματική απόσταση γονέα – παιδιού καλλιεργώντας μία “μυστική συμμαχία” ώστε να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του. Περισσότερο ευάλωτα σε διαδικτυακή σεξουαλική εκμετάλλευση φαίνεται να είναι παιδιά τα οποία τείνουν να ελαχιστοποιούν τους κινδύνους που εγκυμονεί ο κυβερνοχώρος, παρουσιάζουν δυσκολίες στο σχολικό περιβάλλον και στις διαπροσωπικές τους επαφές με συνομηλίκους. Ο διαδικτυακός δράστης είναι επιδέξιος στο να εντοπίζει ευάλωτα παιδιά και να συγκεντρώνει τις απαραίτητες πληροφορίες, τις οποίες θα χρησιμοποιήσει ως μέσο να δείξει την προσοχή και το ενδιαφέρον του, εκμεταλλευόμενος αισθήματα μοναξιάς και απομόνωσης του παιδιού. Η επικοινωνία αρχικά ξεκινά με ουδέτερο περιεχόμενο κάτι το οποίο έχει ως στόχο να κάμψει τις αντιστάσεις του παιδιού, να κερδίσει την εμπιστοσύνη του και να εξασφαλίσει την ενεργή συμμετοχή του σε “φιλικές” συνομιλίες πριν το οδηγήσει σε αλληλεπιδράσεις σεξουαλικού περιεχομένου. Μέσω της χρήσης του διαδικτύου, το οποίο ευνοεί την ανωνυμία και τη συγκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας, ο δράστης κερδίζει σε λιγότερο χρόνο την εμπιστοσύνη του θύματος, ενώ ενδέχεται να ανταλλάσσει συνομιλίες με πολλά θύματα ταυτόχρονα. Η εξασφάλιση της εμπιστοσύνης και της συναίνεσης του θύματος, όπως και η καλλιέργεια συναισθηματικών δεσμών συχνά αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την αναφορά και τον εντοπισμό ανάλογης δραστηριότητας στο διαδίκτυο. Λόγω του ότι οι διαδικτυακοί σεξουαλικοί δράστες εστιάζουν το σεξουαλικό τους ενδιαφέρον κυρίως σε έφηβους/ έφηβες, εξορισμού δεν πληρούν το κλινικό προφίλ των παιδόφιλων οι οποίοι επιδίδονται σε επαναλαμβανόμενες και επίμονες σεξουαλικές φαντασιώσεις για σεξουαλική δραστηριότητα με παιδιά προεφηβικής ηλικίας. Σε αρκετές περιπτώσεις οι παιδόφιλοι χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για να αποκτήσουν πορνογραφικό υλικό ή να συλλέξουν φωτογραφικό υλικό “ουδέτερου” περιεχομένου το οποίο ωστόσο εξυπηρετεί τις σεξουαλικές τους φαντασιώσεις. Μεγαλύτερες συλλογές πορνογραφικού υλικού τείνουν να έχουν οι δράστες μεγαλύτερης ηλικίας, με καλύτερο εκπαιδευτικό επίπεδο, των οποίων οι συνθήκες διαβίωσης τους παρέχουν ιδιωτικότητα. Η συλλογή πορνογραφικού υλικού έχει τη μορφή μιας “τελετουργίας” για τον δράστη ο οποίος ικανοποιεί και εκτονώνει τις σεξουαλικές του φαντασιώσεις με τρόπο καταναγκαστικό έως και εθιστικό. Ακόμη το υλικό αυτό ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί για λόγους εκβιασμού του θύματος, οικονομικής εκμετάλλευσης αλλά και ως μέσο ανταλλαγής με άλλους συλλέκτες του διαδικτύου. Οι σεξουαλικές φαντασιώσεις και η συλλογή πορνογραφικού υλικού είναι ενδεικτική αλλά δεν αποτελεί απαραίτητα προοίμιο της διάπραξης των ασελγών πράξεων. Υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία των διαδικτυακών σεξουαλικών δραστών οι οποίοι έχουν περιέλθει στην προσοχή της δικαιοσύνης, καθότι φαίνεται να είναι αρκετά υπομονετικοί ώστε να χτίσουν σταδιακά μία σχέση εμπιστοσύνης με το παιδί και αρκετά προσεκτικοί ώστε να μεταφέρουν τη σχέση αυτή εκτός διαδικτύου. Οι δράστες που διαπράττουν σεξουαλικά εγκλήματα “εξ’επαφής” είναι περισσότερο πιθανό να έχουν προηγούμενο ιστορικό αξιόποινων πράξεων (σεξουαλικού και μη περιεχομένου), έχουν μειωμένη ενσυναίσθηση απέναντι στα θύματα τους και τείνουν να εκλογικεύουν και να ελαχιστοποιούν τις συνέπειες των πράξεων τους. Αν και όπως αναφέρθηκε η παιδική πορνογραφία δεν συνδέεται άμεσα και αποκλειστικά με τη διάπραξη σεξουαλικών εγκλημάτων, εντείνει τις φαντασιώσεις, κάμπτει τις αντιστάσεις και μέσω της διαδικασίας της οικειοποίησης οδηγεί στην ανάγκη για δημιουργία και αναπαραγωγή εικόνων οι οποίες εμπεριέχουν ακόμη πιο διαστροφικές και βίαιες αναπαραστάσεις. Στις περιπτώσεις της παιδικής πορνογραφίας το παιδί υφίστατο επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση καθώς το πορνογραφικό υλικό στο οποίο απεικονίζεται διακινείται και αναπαράγεται ανεξέλεγκτα στο διαδίκτυο για πολύ καιρό ακόμα μετά το αρχικό συμβάν της κακοποίησης. Η απεικόνιση ενός παιδιού σε πορνογραφικό υλικό έχει σοβαρές επιπτώσεις στη σωματική του υγεία (αϋπνίες, απώλεια όρεξης, πόνοι στο στομάχι και στο κεφάλι), επιβαρύνει τη ψυχολογική του κατάσταση (αισθήματα ενοχής, αναξιότητας, άγχους και συμπεριφορές αυτοτραυματισμού) και επηρεάζει τη κοινωνικοσυναισθηματική του εξέλιξη (κοινωνική απόσυρση, έλλειψη εμπιστοσύνης και δυσκολία συναισθηματικής επένδυσης). Τα παιδιά που έχουν βιώσει κακοποίηση ως ενήλικες τείνουν να έχουν δυσλειτουργικές διαπροσωπικές σχέσεις, προβλήματα στην εργασία τους και μεγαλύτερες πιθανότητες να κάνουν κατάχρηση αλκοόλ ή εξαρτησιογόνων ουσιών. Η διαδικασία της ψυχικής επούλωσης συμπεριλαμβάνει τη διαχείριση του γεγονότος της κακοποίησης, την ανάπτυξη θετικής ταυτότητας, την επανάκτηση της εμπιστοσύνης και την δημιουργία ενός νέου συστήματος πεποιθήσεων και εννοιών. Αξιοσημείωτο είναι ότι η ψυχολογική αποκατάσταση αποτελεί μία δυναμική διαδικασία κατά την οποία βασικοί στόχοι είναι η εγκαθίδρυση της αίσθησης της ασφάλειας και η επανάκτηση της λειτουργικότητας σε πολλαπλά επίπεδα. Στη διεθνή βιβλιογραφία ο όρος “victim of abuse” (θύμα κακοποίησης) αντικαθίσταται σταδιακά από τον όρο “trauma survivor” (επιζών του τραύματος) γεγονός το οποίο είναι ενδεικτικό της εξελικτικής και μακροπρόθεσμης διαδικασίας της ψυχολογικής αποκατάστασης στην οποία το άτομο κατέχει ενεργό ρόλο. Από την επιστημονική ομάδα του Χαμόγελου του Παιδιού Για οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία ή διευκρίνιση μπορείτε να καλέσετε στην «Εθνική Τηλεφωνική Γραμμή για τα Παιδιά SOS 1056»</p>

Σχετικά άρθρα