O τραυλισμός στα παιδιά: όσα πρέπει να γνωρίζετε

<p style="text-align: justify;"><span>Τραυλισμός</span></p>
<p><span>Γράφει ο <em><strong>Ευστράτιος Παπάνης</strong>, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου</em></span></p>
<p><a href="http://epapanis.blogspot.gr/">http://epapanis.blogspot.gr</a></p>
<p style="text-align: justify;"><br /><br /><span>Ο τραυλισμός συγκαταλέγεται στις νευρωτικές διαταραχές του λόγου και της ομιλίας. Θεωρείται διαταραχή της ροής του λόγου και εκδηλώνεται με ασυντόνιστες κινήσεις του μυϊκού λόγου και εκδηλώνεται με ασυντόνιστες κινήσεις του μυϊκού συστήματος της αναπνοής, της φωνής και της άρθρωσης. Η διαταραχή συμβαίνει στην αρχή ή στο μέσο του λόγου είτε με επαναλήψεις μεμονωμένων φθόγγων, συλλαβών, λέξεων π.χ. χα χα-χαρούμενος είτε με ένα επίμονο κόμπιασμα σε ένα φθόγγο π.χ. χ…αρούμενος (Δράκος, 1991). </span><br /><span>Αν καμιά φορά το παιδί επανα¬λαμβάνει το πρώτο γράμμα (σ-σ-σ-σήκω) την πρώτη συλλαβή (θε-θε¬θε-θέλω) ή ολόκληρη τη λέξη (όταν-όταν-όταν), δεν σημαίνει απαραί¬τητα ότι τραυλίζει. Οι επαναλήψεις, οι παύσεις και η γενική σύγχυση στη «σκέψη και ομιλία», σε πολλές περιπτώσεις είναι φυσιολογικές αντιδράσεις. Κατά την προσχολική ηλικία, τα παιδιά έχουν πολλές εμπειρίες για τις οποίες θέλουν να μιλήσουν χωρίς όμως να μπορούν πάντα να χρησιμοποιήσουν πολλές λέξεις ταυτόχρονα, προκειμένου να εκφραστούν άνετα. Είναι λοιπόν πιθανόν, ορισμένα συμπτώματα του τραυλισμού να παρουσιάζονται σε κάποιο παιδί χωρίς ωστόσο να υπάρχει πραγματικό πρόβλημα (Κάκουρος &amp; Μανιαδάκη, 2002).</span><br /><span>Χαρακτηρίζεται σαν γλωσσική νεύρωση ή ακόμα σαν ψυχο¬σωματικής αιτιολογίας διαταραχή, αφού σ’ αυτή συμμετέχουν και άλλοι παράγοντες. </span><br /><span>Η νευρωτική εκδήλωση του τραυλισμού αντιδιαστέλλεται α¬πό εκείνη που η αιτιολογία της συνίσταται σε παθολογικά-ορ¬γανικά αίτια. Έτσι πολλοί επιστήμονες του χώρου ποικίλων ε¬πιστη- μονικών κατευθύνσεων ορίζουν τον τραυλισμό κάτω από το πρίσμα της επιστήμης τους π.χ. Ιατρική, Κοινωνιολογία, Γλωσσολογία, Παθογλωσσολογία, Λογοπαιδαγωγική και Λο¬γοπεδική.</span><br /><span>Ο τραυλισμός χαρακτηρίζεται ως σύνδρομο (ιατρική θεώρηση) ή ως φαινόμενο (ψυχοπαιδα¬γωγική ψυχοκοινωνιολογική θεώρηση). Το φαινόμενο του τραυλισμού έχει εντοπιστεί από την αρχαιότητα, ο ρήτορας Δημοσθένης αποτελεί την πρώτη προσπάθεια ανθρώπου με το φαινόμενο του τραυλισμού με τα δικά του μέσα και μέτρα προσπάθησε να βελτιώσει το πρόβλημα της ροής της ομιλίας του (Δράκος, 1991).</span><br /><span>Κατά τους Leahy και Collins (1991), ο τραυλισμός είναι μια αινιγματική διαταραχή με μα¬κρά και δαιδαλώδη ιστορία. Νεώτερες προσωπικότητες της ιστορίας με τραυλισμό ήταν ο βασιλιάς Γεώργιος ΣΤ΄ της Αγγλίας, ο Winston Churchill, ο Lenin, ο Theodore Roosevelt, ενώ από τον καλλιτεχνικό χώ¬ρο αναφέρονται οι ηθοποιοί Marilyn Monroe και ο τραγουδιστής Mell Tillis (Κάκουρος &amp; Μανιαδάκη, 2002).</span><br /><br />Ο τραυλισμός σε μεγάλο ποσοστό 1,4% συναντάται στην προσχολική ηλικία, όπως έδειξαν έρευνες του Βecker. Στην αρχή μπορεί<span> να είναι φυσιολογικός και δικαιολογημένος αφού ο ρυθμός σκέψης είναι γρήγορος και η γλωσσική ικανότητα περιορισμένη. Στο τρίτο και τέταρτο έτος η γλωσσική ανάπτυξη είναι ραγδαία και το λεξιλόγιο αυξάνεται σημαντικά. Σ’ αυτή λοιπόν την ηλικία κάποιο σύμπτωμα μόνο τραυλισμού μπορεί με την επίδραση εξωγενών παραγόντων να μονιμοποιηθεί και ο τραυλισμός να λάβει χρόνιο χαρακτήρα. </span><br /><span>Η συχνότητα του τραυλισμού στα αγόρια παρουσιάζει δυσαναλογία συγκριτικά με τα κορίτσια και είναι 3: 1. Σε ποσοστό 0,7% συναντάται ο τραυλισμός στη σχολική ηλικία 6-14 ετών.</span><br /><span>Ο Ιπποκράτης πρώτος έδειξε ότι η μη ισορροπία ανάμεσα στη σκέψη και στο λόγο συμβάλλει στη γένεση του τραυλισμού. </span><br /><span>Παρεμφερής νεύρωση με τον τραυλισμό είναι και η λογοφοβία όπως έδειξε ο Dosuzkov. Η λογοφοβία εξωτερικεύεται σαν φόβος για επικοινωνία και σαν υπερβολική δειλία. Προσβάλλει όλη την προσωπικότητα του ατόμου που πάσχει από τραυλι¬σμό, προκαλεί αρνητικές επιπτώσεις στην συμπεριφορά του και παραμένει ακόμα και μετά την υποχώρηση του τραυλισμού (Δράκος, 1991).</span><br /><br /><span>Είδη τραυλισμού</span><br /><br /><span>Τα είδη του τραυλι¬σμού είναι τρία: Ο εξελικτικός, ο τραυματικός και ο υστερικός.</span><br /><span>Εξελικτικός τραυλισμός: Παρουσιάζεται κατά την προσχολική ηλικία και εκδηλώνεται ως επανάληψη μιας συλλαβής ή σαν παρεμπόδιση της γλωσσικής ροής στο ξεκίνημα της ομιλίας. Όταν τα συμπτώματα αυτά ενισχυθούν από εξωγενείς παράγοντες (κακή διαπαιδαγώγηση, άσχημο ψυχολογικό κλίμα) ο τραυλισμός μονιμοποιείται και τα συμπτώματά του εκδηλώνονται εντονότερα.</span><br /><br /><span>Τραυματικός τραυλισμός: Παρουσιάζεται σε ενήλικες και αιτία του είναι ένα δυνατό ψυχικό σοκ. Τα συμπτώματά του δεν αυξάνονται σταδιακά όπως στην περίπτωση του εξελικτικού τραυλισμού αλλά εκδηλώνονται από την αρχή πολύ έντονα και σε σύντομο χρονικό διάστημα με την κατάλληλη θεραπεία εξασθε¬νούν.</span><br /><br /><span>Υστερικός τραυλισμός: Προκαλείται ύστερα από ένα έντονο ψυχικό ερεθισμό ή από υστερική αφωνία ή κώφωση. Για τη θεραπεία του χρησιμοποιούνται μέθοδοι υποβολής, ή ηλεκτροθε¬ραπεία κλπ.</span><br /><br /><span>Άλλη διάκριση είναι: Κλονικός τραυλισμός, τονικός τραυλι¬σμός και κλονικοτονικός τραυλισμός.</span><br /><span>Κλονικός τραυλισμός: Όπου το άτομο που τραυλίζει επανα¬λαμβάνει συνεχώς την αρχική συλλαβή ή λέξη μέχρι ν’ αρχίσει να μιλάει.</span><br /><span>Τονικός τραυλισμός: Όπου η δυσκολία έγκειται στο ξεκίνημα της ομιλίας παρά τις έντονες προσπάθειες που γίνονται από το άτομο που τραυλίζει.</span><br /><span>Κλονικοτονικός τραυλισμός: Σ’ αυτόν συνυπάρχουν τα δύο προηγούμενα είδη του τραυλισμού (Δράκος, 1991).</span><br /><br /><span>Η διάγνωση του τραυλισμού</span><br /><br /><span>Παρά το γεγονός ότι διαφορετικά άτομα μπορεί να τραυλίζουν με διαφορετικό τρόπο και διαφορετική συχνότητα, οι γονείς ή άλλα οι¬κεία πρόσωπα του ατόμου που τραυλίζει συνήθως δεν έχουν καμία δυ¬σκολία να αναγνωρίσουν το είδος της δυσκολίας του. Φυσικά, σε αρκε¬τές περιπτώσεις οι γονείς μπορεί να μη χρησιμοποιούν για την περιγρα¬φή της δυσκολίας του παιδιού τον όρο του «τραυλισμού» αλλά είναι συ¬νήθως σαφείς στις διαπιστώσεις τους. Οι γονείς ή τα ίδια τα παιδιά, όταν αναφέρονται στον τραυλισμό, συνήθως τον περιγράφουν ως κόλλημα.</span><br /><span>Σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM IV, ο τραυλισμός αναφέρεται στη διαταραχή της φυσιολογικής ροής και της ρυθμικής διαμόρφωσης της ομιλίας (δυσανάλογη για την ηλικία του ατόμου), η οποία χαρακτηρίζεται από τη συχνή παρουσία ενός από τα ακόλουθα:</span><br /><span>- Επαναλήψεις ήχων και συλλαβών</span><br /><span>- Επιμηκύνσεις ήχων</span><br /><span>- Επιφωνήματα</span><br /><span>- Διακοπτόμενες λέξεις (π.χ. παύσεις μέσα σε μια λέξη)</span><br /><span>- Ηχηρές ή σιωπηλές αναστολές (γεμάτες ή κενές παύσεις της ομιλίας)</span><br /><span>- Περιφράσεις (υποκαταστάσεις λέξεων για την αποφυγή προβλημα¬τικών λέξεων)</span><br /><span>- Παραγωγή λέξεων με υπέρμετρη φυσική ένταση</span><br /><span>- Επαναλήψεις ολόκληρων μονοσύλλαβων λέξεων (π.χ. «το-το-το-το είδα»)</span><br /><br /><span>Επιπλέον, η διαταραχή της ροής της ομιλίας παρεμποδίζει τη σχολι¬κή ή επαγγελματική απόδοση ή την κοινωνική επικοινωνία. Ο τραυλισμός εκδηλώνεται συνήθως για πρώτη φορά κατά την προσχολική ηλικία. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μάλιστα η τάση της εμφάνισης του τραυλισμού σε ολοένα και μικρότερες ηλικίες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο τραυλισμός εμφανίζεται στις ηλικίες μεταξύ 18 μηνών και 12 ετών με σημαντικά μεγαλύτερες πιθα¬νότητες εμφάνισης στις ηλικίες μεταξύ δύο και πέντε ετών. Παρατηρούμε λοιπόν πως ο τραυλισμός εμφανίζεται συνήθως κατά την περίοδο όπου η γλωσσική ανάπτυξη εξελίσσεται με γρήγορο ρυθμό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η έναρξη του τραυλισμού δεν συνδέεται με κάποιο συγκεκριμένο ψυχολογικό ή οργανικό τραύμα. Η εδραίωση της διαταραχής αυτής είναι συνήθως σταδιακή, ενώ συχνά υπάρχουν περίοδοι όπου η ροή του λόγου είναι καλή.</span><br /><span>Η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται ο τραυλισμός στα παιδιά κυ¬μαίνεται περίπου στο 5% αλλά στο σύνολο του πληθυσμού η συχνότη¬τα του τραυλισμού είναι περίπου 1%. Η μείωση της συχνότητας του τραυλισμού στα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας προφανώς σχετίζεται με τη συχνή υποχώρηση του τραυλισμού και την αποκατάσταση της καλής ροής της ομιλίας με την πάροδο του χρόνου. Επειδή όμως δεν υπάρχει κανένας τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαμε να προβλέψουμε σε ποιες περιπτώσεις θα υποχωρήσει ο τραυλισμός και σε ποιες θα εξακολουθή¬σει να υφίσταται ακόμη και στην ενηλικίωση του ατόμου, συνήθως προ¬τείνεται η έγκαιρη παρέμβαση του ειδικού.</span><br /><span>Στις ηλικίες των 2 έως 3 ετών, η συχνότητα του τραυλισμού είναι ίδια σε αγόρια και κορίτσια, ενώ στις ηλικίες των 6 έως 7 χρό¬νων η αναλογία είναι 3:1 και στις ηλικίες των 12 έως 13 χρόνων η ανα¬λογία αυξάνεται στο 5:1 σε βάρος των αγοριών. Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν πως ο τραυλισμός υποχωρεί με μεγαλύτε¬ρη συχνότητα στις περιπτώσεις των κοριτσιών.</span><br /><br /><span>Η αναπτυξιακή πορεία των παιδιών με τραυλισμό</span><br /><br /><span>Στις περιπτώσεις όπου ο τραυλισμός δεν αντιμετωπίζεται με κάποια θεραπευτική αγωγή, είναι πιθανόν η δυσκολία του παιδιού στην ομιλία να επιδεινώνεται προοδευτικά. Ενώ αρχικά το παιδί μπορεί να συναντά περιστασιακά μόνο κάποιες δυσκολίες στη ροή του λόγου, αυτές οι δυσκολίες στη συνέχεια γίνονται πιο σοβαρές και αργότερα εδραιώνονται ώσπου να εκδηλώνεται τελικά τραυλισμός σε μόνιμη βάση.</span><br /><span>Η εξέλιξη του τραυλισμού περνά βασικά από τέσσερις φάσεις. </span><br /><span>Η πρώτη φάση καλύπτει την περίοδο της προσχολικής ηλικίας. Στη φάση αυτή, ο τραυλισμός είναι περιστασιακός και εμφανίζεται συνήθως σε καταστάσεις όπου το παιδί είναι ταραγμένο ή βιάζεται να πει πολλά. Σ’ αυτή την περίπτωση, το παιδί μπορεί να είναι αγχωμένο ή να νιώθει ότι πιέζεται για επικοινωνία. Ο τραυλισμός μπορεί να εκδηλώνεται με την επανάληψη συλλαβών ή λέξεων, συνήθως στην αρχή μιας φράσης. Στη φάση αυτή, οι δυσκολίες του παιδιού δε δημιουργούν πάντα κάποια ιδιαίτερη ανησυχία.</span><br /><span>Η δεύτερη φάση καλύπτει την περίοδο της σχολικής ηλικίας. Τώρα πια ο τραυλισμός αποτελεί χρόνιο πρόβλημα, εμφανίζεται με μεγαλύτε¬ρη επιμονή και μπορεί να εκδηλωθεί σε πολλές καταστάσεις. Σε αυτή τη φάση, το παιδί αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως άτομο με τραυλισμό.</span><br /><span>Στην τρίτη φάση, η συμπεριφορά του ατόμου που τραυλίζει διαφο¬ροποιείται σημαντικά ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκε¬ται. Το άτομο αρχίζει να πιστεύει πως συγκεκριμένοι φθόγγοι, συλλα¬βές ή λέξεις μπορεί να του δημιουργούν ιδιαίτερες δυσκολίες. Γι’ αυτό αρχίζει να αποφεύγει τη χρήση ορισμένων λέξεων και γίνεται ευερέθι¬στο σε αναφορές σχετικά με το πρόβλημά του.</span><br /><span>Στην τέταρτη φάση, το άτομο αρχίζει να αποφεύγει καταστάσεις όπου μπορεί να προκληθεί για να μιλήσει. Σε ορισμένες καταστάσεις, όταν υποψιαστεί πως είναι πιθανό να χρειαστεί να μιλήσει, τότε το δια¬κατέχει φόβος. Προς το τέλος της εφηβείας, το άτομο που τραυλίζει αρ¬χίζει να νιώθει πως το πρόβλημά του το οδηγεί ολοένα και συχνότερα σε αμηχανία (Κάκουρος &amp; Μανιαδάκη, 2002).</span><br /><br /><span>Πιθανά αίτια και η θεραπευτική αντιμετώπιση του τραυλισμού</span><br /><br /><span>Οι περισσότεροι ειδικοί συγκλίνουν στην εκτίμηση πως ο τραυλισμός είναι ένα πρόβλημα πολυπαραγοντικής αιτιολογίας. Σύμφωνα με τον Van Riper (1982), ο τραυλισμός είναι ένα πολύπλοκο και πολυδιά¬στατο παζλ από το οποίο μας λείπουν ακόμη πολλά κομμάτια. Είναι ευρύτερα αποδεκτό πως δεν υπάρχει μία μοναδική αιτία για τον τραυ¬λισμό και πως ο τραυλισμός είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μιας σειράς δομικών, αναπτυξιακών, περιβαλλοντικών και ψυχολογικών πα¬ραγόντων.</span><br /><span>Στην προσπάθεια κατανόησης της αιτιολογίας του τραυλισμού έχουν διατυπωθεί μέχρι σήμερα πολλές θεωρίες, χωρίς όμως κάποια απ’ αυτές να μπορεί να προσφέρει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο ερμηνείας της αιτιοπαθογένειας της διαταραχής αυτής. Ο Bloodstein (1995), στην προσπάθειά του να κατηγοριοποιήσει τις υπάρχουσες θεωρίες σχετικά με την αιτιοπαθογένεια του τραυλισμού, προτείνει το ακόλουθο σύστη¬μα ταξινόμησης:</span><br /><br /><span>Θεωρίες οι οποίες βασίζονται στην έννοια της «κατάρρευσης» και αποδίδουν τον τραυλισμό σε κατάρρευ¬ση κάποιων φυσιολογικών λειτουργιών, με πιθανή ανάμιξη περιβαλλοντικών παραγόντων οι οποίοι προκαλούν άγχος. Η ανεπάρκεια των φυσιολογικών λειτουργιών, οι οποίες είναι πιθανό να έχουν γε¬νετική βάση, σχετίζεται με το μηχανισμό παραγωγής του προφορι¬κού λόγου.</span><br /><span>Θεωρίες οι οποίες βασίζονται στην έννοια της «απωθημένης ανά¬γκης» και αντιμετωπίζουν τον τραυλι¬σμό ως έναν τύπο αγχώδους διαταραχής, δηλαδή ως σύμπτωμα κά¬ποιας διαταραγμένης ψυχολογικής λειτουργίας, η οποία είναι πιθα¬νό να μην είναι συνειδητή. Οι υποθέσεις αυτές στηρίζονται βασικά στην ψυχαναλυτική θεωρία. </span><br /><span>Θεωρίες οι οποίες βασίζονται στις έννοιες της «αναμονής – αντιμετώ¬πισης». Στην περίπτωση αυτή, εκτιμάται πως ο τραυλισμός πυροδοτείται ή ενισχύεται από το γεγο¬νός ότι το άτομο αναμένει με φόβο ότι θα τραυλίσει και προετοιμά¬ζεται να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Σύμφωνα με αυτή την προ¬σέγγιση, αυτό που οδηγεί το άτομο στον τραυλισμό είναι ουσιαστικά η ίδια η προσπάθειά του να αποφύγει τον τραυλισμό. Η προσέγγιση αυτή γίνεται καλύτερα κατανοητή αν σκεφτούμε ορισμένα από τα χαρακτηριστικά των ατόμων που τραυλίζουν και διερευνήσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να τραυλίζουν περισσότερο ή λιγότερο. Διαπιστώνουμε λοιπόν πως το άτομο τραυλίζει περισσότε¬ρο στις περιπτώσεις όπου εκτιμά πως είναι πιο πιθανό να τραυλίσει, ενώ όταν δεν σκέφτεται τον τραυλισμό και δεν ανησυχεί γι’ αυτό το ενδεχόμενο, οι πιθανότητες να τραυλίσει μειώνονται.</span><br /><br /><span>Σε πολλές έρευνες έχει διαπιστωθεί πως ένα παιδί έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσει τραυλισμό αν στο συγγενικό του περιβάλλον υπάρχουν άτομα τα οποία τραυλίζουν. Από έρευνα (1991), διαπιστώθηκε πως στο 71% των ατόμων που τραυλίζουν, τα αίτια σχετίζονται με την κληρονομικότητα, ενώ στο υπόλοιπο 29%, τα αίτια σχετίζονται με περιβαλλοντικούς παράγοντες. Σε άλλη έρευνα, έχει βρεθεί πως, παρά το γεγονός ότι στα αγόρια ο τραυλισμός εμφανzεται με μεγαλύτερη συχνότητα, οι συγγενείς κοριτσιών που τραυλί¬ζουν έχουν αυξημένες πιθανότητες να παρουσιάσουν τραυλισμό. Επίσης, στα άτομα με τραυλισμό αναφέρεται συχνότερα κάποια καθυστέρηση στη γλωσσική ανάπτυξη. Όλα αυτά τα στοιχεία στηρίζουν την εκτίμηση πως ο τραυλισμός σχετίζεται σε κάποιο βαθμό με γενετικούς παράγοντες. Δεν υπάρχουν όμως στοιχεία που να διευκρινίζουν τον τρόπο με τον οποίο επιδρά η κληρονομικότητα στην εμφάνιση του τραυλισμού.</span><br /><br /><span>Επίσης, ο τραυλισμός δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της μίμησης κάποιου προτύπου το οποίο τραυλίζει. Σε αρκετές περιπτώσεις, είναι πιθανό κάποιο παιδί να μιμείται τον τρόπο που μιλά ένα άλλο παιδί με τραυλισμό. Το γεγονός όμως αυτό από μόνο του δεν πρόκειται να οδηγήσει σε τραυλισμό. Από τη στιγμή που το παιδί θα σταματήσει να μιμείται την ομιλία του παιδιού που τραυλίζει, τότε θα συνεχίσει να μιλά με κανονική ροή. Σε περίπτωση όμως που κάποιος από το περιβάλλον του παιδιού δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο παιδί που μιμείται τον τραυλισμό ή αγχωθεί ιδιαίτερα μήπως το παιδί συνεχί¬σει να τραυλίζει, τότε είναι πιθανό και το ίδιο το παιδί να αγχωθεί για τον τρόπο που μιλά. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι πιθανό το παιδί πράγματι να συνεχίσει να τραυλίζει. Σε αυτή την περίπτωση όμως ο τραυλισμός δεν είναι αποτέλεσμα της μίμησης του προτύπου αλλά του άγχους και της έντασης που δημιουργούν στο παιδί οι συνθήκες επικοι¬νωνίας σ’ αυτό το πλαίσιο.</span><br /><span>Επειδή σε αρκετές περιπτώσεις ο τραυλισμός μπορεί να ξεπερασθεί χωρίς την παρέμβαση του ειδικού, συχνά τίθεται το ερώτημα αν θα πρέπει το παιδί που τραυλίζει να παραπέμπεται για θεραπευτική αντιμετώπιση. Συνήθως οι ειδικοί εκτιμούν πως η παραπομπή του παιδιού θα πρέπει να γίνεται εφόσον οι δυσκολίες στη ροή του λόγου εκδηλώνονται με μεγαλύτερη συχνότητα και ένταση με την πάροδο του χρόνου ή όταν ο τραυλισμός δημιουργεί στο παιδί και τους γονείς του υπερβο¬λικό άγχος, το οποίο μπορεί να εκδηλώνεται αργότερα και με τικ. Συνήθως ο ειδικός σε πρώτη φάση επικεντρώνεται στη συμβουλευτική των γονέων και προσπαθεί να τους διευκολύνει προκειμένου να υιοθετήσουν αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης του παιδιού που τραυλίζει. Σε περίπτωση όπου αυτή η προσπάθεια δεν είναι επαρκής, τότε ο ειδικός εφαρμόζει τη θεραπευτική αντιμετώπιση που απορρέει από τη θεωρητική προσέγγιση που υιοθετεί για την αιτιολογία του τραυλισμού (Κάκουρος – Μανιαδάκη, 2002).</span></p>

Σχετικά άρθρα