Tι είναι ο γλωσσικός αρνητισμός: Η άρνηση για ομιλία

<p style="text-align: justify;"><span>Γλωσσικός αρνητισμός (mutismus)</span></p>
<p><span>Γράφει ο <em><strong>Ευστράτιος Παπάνης</strong>, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου</em></span></p>
<p><a href="http://epapanis.blogspot.gr/">http://epapanis.blogspot.gr</a></p>
<p style="text-align: justify;"><br /><br /><span>Ο γλωσσικός αρνητισμός, που σημαίνει άρνηση για ομιλία, είναι μια γλωσσική δυσλειτουργία με ψυχoγενή προέλευση. Στο γλωσσικό αρνητισμό, ενώ το άτομο έχει ήδη κατακτημένη την ομιλία, ενώ δεν αντιμετωπίζει το παραμικρό εμπόδιο/πρόβλημα από οργανικές αιτίες/δυσλειτουργίες, εντούτοις δε χρησιμοποιεί την ομλία και αυτό είναι το πρόβλημά του.</span><br /><span>Αιτίες αυτής της δυσλειτουργίας είναι τα αρνητικά βιώματα και οι ψυχικής προέλευσης τραυματικές εμπειρίες που έζησε το άτομο. Έτσι, η απώλεια της ομιλίας εμφανίζεται ξαφνικά και σαν διέξοδος</span><br /><span>χρησιμοποιείται από τον πάσχοντα η μιμητική ή ο γραπτός λόγος. Ο εκλεκτικός γλωσσικός αρνητισμός δηλώνει την κατά διαστήμα¬τα άρνηση του παιδιού για ομιλία, παρόλο που δεν έχει πάθει κάποιες οργανικές βλάβες στο φωνητικό του μηχανισμό.</span><br /><span>Κάποιοι συγγραφείς χρησιμοποιούν τον όρο για να δηλώσουν την περιορισμένη γλωσσική επικοινωνία. Συγκεκριμένα, οι Becker-Sovak στο: Lehrbuch der Logopaedie, ορίζουν τον εκλεκτικό γλωσσικό αρνητισμό ως μια γενική κατάσταση δειλίας, που έχει ως αποτέλεσμα την περιορισμένη δυνατότητα του ατόμου για γλωσσική επικοινωνία και γενικά φόβο για ομιλία. Η πλειοψηφία όμως των συγγραφέων με τον όρο δηλώνει την άρνηση του παιδιού για ομιλία, που εκδηλώνεται μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις η μόνο κατά την παρουσία συγκεκριμένων προσώπων.</span><br /><span>Σαν αιτίες αναφέρονται τόσο εξωγενείς όσο και ενδογενείς παράγοντες, όπως:</span><br /><span>. μια υπερβολική ευαισθησία</span><br /><span>. πιέσεις για καλύτερη σχολική επίδοση</span><br /><span>. ψυχικά επιβαρυντικές συνθήκες (τόσο οικογενειακές όσο και σχολικές)</span><br /><span>. αρνητικά βιώματα</span><br /><span>. περιορισμένη γλωσσική ικανότητα του κοινωνικού και οικογενειακού περιβάλλοντος.</span><br /><span>Τα συμπτώματα, όπως αναφέρθηκε, είναι η άρνηση για ομιλία (βουβαμάρα). Κάτω από ορισμένες συνθήκες το παιδί αρ¬νείται να μιλήσει, π.χ. στο νηπιαγωγείο, παρόλο που δεν έχει κανένα πρόβλημα στο σπίτι ή στην επικοινωνία του με τους γονείς τους. Ταυ¬τόχρονα, όμως, παρατηρείται και κάποια ιδιαιτερότητα στη συνολική συμπεριφορά αυτών των παιδιών, όπως: υπερευαισθησία, φόβος, ανα¬σφάλεια, αναστολές, πείσμα και αρνητική συμπεριφορά, ενώ σωματικά παρουσιάζουν αδυναμία και υπανά¬πτυξη. Να σημειώσουμε εδώ, ότι ο εκλεκτικός μουτισμός παρουσιάζε¬ται συνήθως σε παιδιά και σπανιότερα σε ενήλικους. Η διαταραχή εμφανίζεται στο 3ο έτος ή στην αρχή της σχολικής ζωής.</span><br /><span>Εκλεκτικός μουτισμός δε σημαίνει μόνο ένα καθαρά γλωσσικό πρόβλημα, αλλά ένα πρό¬βλημα γλωσσικής ετοιμότητας. Η επίδραση που έχει το πρόβλημα του γλωσσικού αρνητισμού φαίνεται τόσο στην κοινωνική όσο και στη σχολική ζωή ενός παιδιού, που σιγά-σιγά απομονώνεται από τις σχο¬λικές εκδηλώσεις και κλείνεται στον εαυτό του. Η απόδoσή του στο σχολείο είναι χαμηλή και δεν συμβαδίζει με την απόδοση των υπόλοι¬πων συμμαθητών του.</span><br /><br /><span>Η διάγνωση στην περίπτωση της διαταραχής αυτής έχει σαν πρώ¬το και κύριο σκοπό ν’ αποκλείσει διαταραχές της ακοής, εγκεφαλικές βλάβες και την περίπτωση του αυτισμού. Πρέπει, επίσης, ν’ αποκλει¬στεί η ύπαρξη και άλλων διαταραχών του λόγου που οφείλονται σε προβλήματα του Κ.Ν.Σ., όπως αφασία και αφωνία. </span><br /><span>Κατά τη διάγνωση γίνονται ψυχιατρικές -ψυχολογικές εξετάσεις, με σκοπό να εντοπιστούν τα νευρωτικά συμπτώματα της συμπεριφο¬ράς. Μετριέται επίσης ο δείκτης νοημοσύνης και η γλωσσική ανάπτυ¬ξη το ατόμου. Πολύ σημαντικό είναι και το ιστορικό του παιδιού, για¬τί μέσα σ’ αυτό μπορούν να διαπιστωθούν οι αρνητικές ψυχολογικές καταστάσεις που το έχουν επηρεάσει.</span><br /><span>Η θεραπεία του γλωσσικού αρνητισμού βασίζεται κυρίως στις μεθόδους της ψυχανάλυσης και της ψυχολογίας της συμπεριφοράς. </span><br /><span>Επειδή πρόκειται για διαταραχή περισσότερο ψυχική παρά γλωσσική, τα θεραπευτικά μέσα που εμφανίζονται είναι τα μέσα που χρη¬σιμοποιεί η Κλινική Ψυχολογία ή η Παιδoψυχoθεραπεία και όχι η λο¬γοθεραπεία. Ο λογοθεραπευτής όμως πρέπει να συμβάλλει και αυτός στην κοινωνική αποκατάσταση των παιδιών με γλωσσικό αρνητισμό. Φυσικά, η θεραπεία προσαρμόζεται στην περίπτωση του ολικού ή εκλεκτικού γλωσσικού αρνητισμού.</span><br /><span>Το αναφέραμε και παραπάνω: παιδιά με μουτισμό σιωπούν. Δεν έχουν τη διάθεση ν’ απευθύνουν το λόγο σε κάποιον, γιατί εμποδίζο¬νται από κάποιο ψυχολογικό παράγοντα, που πρέπει να εξαλειφθεί.</span><br /><span>Η θεραπεία, λοιπόν, δεν θα είχε κανένα νόημα εάν επιδίωκε να πα¬ροτρύνει τα παιδιά να μιλήσουν χωρίς να τα απελευθερώσει, πρώτα, από την ψυχολογική τους επιβάρυνση. Άλλωστε, η αποτελεσματικό¬τητα της θεραπείας εξαρτάται από την ευκαμψία-πλαστικότητα που αυτή παρουσιάζει, καθώς επίσης και από την παροχή εξατομικευμέ¬νης βοήθειας προς τα άτομα αυτά, ανάλογα με την ατομική περίπτωση του καθενός.</span><br /><span>Συχνά, σαν προϋπόθεση για μια πετυχημένη θεραπεία θεωρείται η αλλαγή του περιβάλλοντος στο οποίο ζει το παιδί. Βέβαια, μια τέτοια αλλαγή σίγουρα είναι κάτι πολύ θετικό. Όχι όμως πάντα, αφού δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, ότι αλλαγή του περιβάλλοντος μπορεί να σημαίνει και ενίσχυση της αβεβαιότητας του παιδιού.</span><br /><span>Αρχικά, παροτρύνει το παιδί να πει κάποιες μικρές λέξεις ή πρoτάσεις στα πλαίσια ομαδικής θεραπείας με κάποιο παιχνίδι (όπως παιχνίδι ρόλων κ.ά.). Ο θεραπευτής, απ’ την πλευρά του, αντιδρά ψυχoλογικά, τόσο στις πρώτες γλωσσικές εξωτερικεύσεις του παιδιού, όσο και στη σιωπή του. Πολλές φορές τα ίδια τα παιδιά υποδεικνύουν τρό¬πους που τα βοηθούν να εκφραστούν.</span><br /><span>Όπως διαπίστωσαν οι Ehrsam και Heese, τα παιδιά μιλούσαν ευκολότερα όταν ήταν κάτω από το τραπέζι και δεν φαίνονταν ή ήταν πρόθυμα για μια τηλεφωνική συνομιλία, όταν βρίσκονταν μόνα τους στο δωμάτιο. Η φαντασία και η ευρηματικότητα του θεραπευτή παίζει εδώ τον πρώτο ρόλο.</span><br /><span>Σχετικά με τη θεραπεία υπάρχει και η αντίθετη άποψη, που προτείνει να μη γίνεται καμιά προσπάθεια επέμβασης από μέρους των ειδικών για αποκατάσταση αυτής της διαταραχής, γιατί ο γλωσσικός αρνητισμός υποχωρεί μόνος του κατά την περίοδο της εφηβικής ηλικίας. Η πρόταση όμως αυτή πρέπει να θεωρείται ως παρακινδυνευμένη, γιατί στερώντας το παιδί από τη γλωσσική επικοινωνία, με τον καιρό, συσσωρεύονται πολλά προβλήματα στην κοινωνική συμπεριφορά του (Δράκος, 1998).</span></p>

Σχετικά άρθρα