Γιατί δεν αντέχουμε να μην κουτσομπολεύουμε;

Με ενοχλεί που οι άνθρωποι γύρω μου κουτσομπολεύουν. Πολλές φορές πιάνω και τον ίδιο μου τον εαυτό να κουτσομπολεύει και αυτό με πειράζει; Οι άνθρωποι κάνουν την τρίχα τριχιά και αυτό καταντάει γελοίο.Γιατί μας αρέσει να κουτσομπολεύουμε;”Μαρίνα

Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι “Από την άγνοια στη σοφία” (εκδόσεις Opera) απαντάει στο ερώτημα αυτό.

Η σοφία της Ανατολής προτείνει να μιλάμε λιγότερο μ’ αυτούς που πιο πολύ απαξιώνουμε. Με το ν’ ακούς λίγο -κι ακόμα λιγότερο στους ανήθικους με τα παχιά λόγια, τα γεμάτα μίσος και διακρίσεις-, με το να χάνεις λιγότερο χρόνο ακούγοντας ανοησίες, με το να είσαι πιο επιλεκτικός, θα μπορέσεις σύντομα να νιώσεις μια αίσθηση καθαρότητας και εξαγνισμού, μια πνευματική ανύψωση που δεν είχες ονειρευτεί ποτέ.

Η δυτική αστική κοινωνία βαδίζει πάνω σ’ έναν θλιβερό και ανησυχητικό δρόμο που αντικαθιστά την ειλικρινή και υγιή ανάγκη επικοινωνίας και άποψης με το κουτσομπολιό και τις διαδόσεις… Κι ας μη βαυκαλιζόμαστε ότι καλύπτουμε έτσι κάποια ανάγκη μας για πληροφόρηση. Εννιά στις δέκα φορές υποκρύπτεται μια διάθεση χειραγώγησής μας, για να φτάσουν κάποιοι πιο μακριά και για να κάνουν κακό. Ως επί το πλείστον, αυτή είναι η έκφραση μιας κρυφής επιθυμίας κάποιου- ή πολλών-, να βλάψουν άλλους διατηρώντας την ανωνυμία τους. Ένας ηλίθιος τρόπος να νιώσει κανείς πως διαθέτει εξουσία και επιρροή.

Από τη στιγμή που κάποιος διαδίδει φήμες σχετικά με κάτι που συνέβη σε κάποιον τρίτο, πάντα προσθέτει μια απόχρωση, μαι επινοημένη λεπτομέρεια, ένα ψέμα, μια υπερβολή. Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι έτσι πετυχαίνουν έναν δημιοργικό πρωταγωνιστικό ρόλο, που δεν καταφέρνουν να έχουν στη δική τους κακόμοιρη ζωή.

 

ΜΙΑ ΑΝΑΠΟΔΗ ΜΕΡΑ

Το αφεντικό μου ήταν πολύ σκληρό μαζί μου σήμερα το πρωί που έφτασα στη δουλειά. Εντάξει, δεν ξεχνάω ότι είμαι υπάλληλός του, όμως δεν είμαι και κανένα παλιοκούρελο για να μου φαίρεται όπως στα σκουπίδια. Θύμωσα τόσο πολύ μαζί του που πολύ θα μου άρεσε να τον βρίσω, όμως δεν ήθελα να του δώσω ευκαιρία να με απολύσει.

Έτσι, όσο αυτός ο ηλίθιος μ’ έβριζε, εγώ του χαμογελούσα κι έκανα περήφανα το βλάκα. Όταν γύρισα στο σπίτι τσακώθηκα με τη γυναίκα μου. Διαμαρτυρόταν κι έλεγε ότι είχα έρθει κακόκεφος από το γραφείο και τα έβαζα άδικα μαζί της…

Εντελώς άδικα;

Χα!

Τα λαχανικά ήταν λύσσα, τα παξιμαδάκια καμένα, κι εξαιτίας της -επειδή εκείνη με πήρε τηλέφωνο-, μου έπεσε το κινητό μέσα στα λασπόνερα. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθα στο σπίτι και η θέρμανση ήταν σβηστή…

Άδικα θυμώνω;

Χα!

Εκείνη μου έλεγε ότι ήταν σίγουρη πως άδικα της φερόμουν άσχημα, αλλά επειδή δεν ήθελε να περιπλέξει την κατάσταση το βούλωνε. Συμφώνησα σε αυτό το τελευταίο σημείο. Το βράδυ, άκουσα τον ήχο μιας σφαλιάρας που έδωσε στο γιο μας.

Α, μα τα θέλει κι αυτός!

Πάλι γύρισε αργά στο σπίτι , πάλι έσκισε το παλτό του (ένα σωρό λεφτά δίνουμε στα ρούχα) κι επιπλέον έφερε κι έναν κακό βαθμό, και μάλιστα σε μια εργασία που είχε κάνει με τη βοήθεια της μάνας του. Ο γιος μου δεν έκλαψε σχεδόν καθόλου. Χώθηκε στο δωμάτιό του και κοπάνησε την πόρτα.

Όμως, εγώ τον ξέρω τον μικρό, τον ξέρω πολύ καλά…Θ’ αρχίσει να βαράει κλοτσιές στην πόρτα της ντουλάπας, θα σπάσει κανένα παιχνίδι πάνω στον τοίχο και μετά θα κάτσει στην τηλεόραση να δει Terminator, που σήμερα το ξαναπαίζει το κανάλι 6. Αύριο, καθώς θα πηγαίνει στο σχολείο, ο γιος μου μπορεί να δείρει κανέναν συμμαθητή του.

Και τώρα που το σκέφτομαι, ο γιος του αφεντικού μου πάει στην ίδια τάξη με τον δικό μου… Με λίγη τύχη μπορεί ο μικρός να φάει ένα χέρι ξύλο εξαιτίας του άθλιου πατέρα του.

 

Σχετικά άρθρα