Μπορούν τα παιδιά να νοσήσουν από σχιζοφρένεια;

Περίπου το 1% του πληθυσμού αναπτύσσει ΣΧ. κατά την διάρκεια της ζωής του. Κατά την διάρκεια ενός έτους περίπου 0,11 – 0,14 ανά 1000 άτομα θ εμφανίσουν για πρώτη φορά σχιζοφρένεια. Μια δεδομένη χρονική στιγμή, 2,5 – 5 ανά 1000 άτομα έχουν την διάγνωση της σχιζοφρένειας. Τα δεδομένα αυτά αναγόμενα στον Ελληνικό πληθυσμό σημαίνουν ότι κάθε χρόνο περιμένουμε στην Ελλάδα 1000 – 1500 περίπου άτομα να εμφανίσουν για πρώτη φορά ΣΧ., 25000 – 50000 άτομα πάσχουν από αυτή μια δεδομένη χρονική στιγμή και 100000 περίπου Έλληνες θα αναπτύξουν ΣΧ. κατά την διάρκεια της ζωής τους. Άραγε η σχιζοφρένεια αφορά και τα παιδιά;

Γράφει ο Επίκουρος Καθηγητής Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Πέτρος Σκαπινάκης.

Η διαταραχή εμφανίζεται το ίδιο συχνά σε άντρες και γυναίκες και οι πληροφορίες που αναφέρονται σ’αυτό το κείμενο ισχύουν και για τα δύο φύλα. Μια διαφορά μεταξύ των δύο φύλων αφορά την ηλικία εμφάνισης των πρώτων ψυχωτικών εκδηλώσεων : οι άντρες νοσούν πιό συχνά μεταξύ 15 – 25 ετών και οι γυναίκες μεταξύ 25 – 35 ετών.

Μπορούν τα παιδιά να νοσήσουν από Σχιζοφρένεια; 
Παιδιά πάνω από 5 ετών μπορούν να αναπτύξουν ΣΧ αλλά γενικά η νόσος είναι πολύ σπάνια πριν την εφηβεία. Επιπλέον, δεν έχει ακόμη ξεκαθαριστεί η σχέση της ΣΧ της παιδικής ηλικίας με εκείνη που αναπτύσσεται στους εφήβους και ενηλίκους. Αν και μερικοί ενήλικοι που αναπτύσσουν ΣΧ σαν παιδιά ήταν ‘διαφορετικοί’, τα ψυχωτικά συμπτώματα της ΣΧ των ενηλίκων (π.χ. ψευδαισθήσεις, παραλήρημα, ασύνδετος λόγος) σπάνια εμφανίζονται στα παιδιά.

Ποια είναι τα αίτια της Σχιζοφρένειας; 
Δεν έχει βρεθεί έως τώρα κάποιο μοναδικό αίτιο για την ΣΧ. 1/4πως και με πολλά άλλα νοσήματα της Ιατρικής, φαίνεται ότι γενετικοί παράγοντες δημιουργούν μια προδιάθεση στη ΣΧ, ενώ περιβαλλοντικοί παράγοντες συμμετέχουν σε διαφορετικό βαθμό στην εκδήλωσή της . Οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμη συμφωνήσει ως προς το ποιοί παράγοντες είναι εκείνοι που μπορεί να συμβάλλουν στην εκδήλωση της ΣΧ. Μέχρι στιγμής δεν έχει βρεθεί κανένα υπεύθυνο γονίδιο, ούτε κάποια ειδική βιοχημική ανωμαλία. Επίσης κανένα στρεσογόνο γεγονός δεν μπορεί από μόνο του να προκαλέσει ΣΧ.

Είναι κληρονομική η ΣΧ;
Είναι γνωστό από παλιά ότι η ΣΧ έχει κληρονομική βάση. Οι στενοί συγγενείς των ασθενών με ΣΧ έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να προσβληθούν από αυτή απ’ότι ο γενικός πληθυσμός. Για παράδειγμα, εάν κάποιος έχει έναν γονιό με ΣΧ. η πιθανότητα να προσβληθεί κατά την διάρκεια της ζωής του από ΣΧ. είναι περίπου 10%. Για την σύγκριση, ένα άτομο χωρίς κληρονομικότητα, έχει πιθανότητα περίπου 1% να προσβληθεί κατά την διάρκεια της ζωής του από ΣΧ.

Τα τελευταία 25 χρόνια, δύο ομάδες ιδιαίτερα εκλεπτυσμένων ερευνών κατέδειξαν την σημασία των γενετικών παραγόντων στην ανάπτυξη της σχιζοφρένειας.

Η πρώτη ομάδα ερευνών, μελέτησε την συχνότητα ΣΧ. σε πανομοιότυπους και μη-πανομοιότυπους διδύμους (μελέτες διδύμων ). Οι πανομοιότυποι δίδυμοι προέρχονται από το ίδιο ωάριο (‘μονοωογενείς’) και γι’αυτό έχουν 100% ίδιο γενετικό υλικό. Οι δίδυμοι που προέρχονται από δύο διαφορετικά ωάρια (‘διωογενείς’) δεν μοιάζουν περισσότερο απ’ότι δύο κανονικοί αδερφοί : έχουν κοινό το 50% του γενετικού υλικού. Η άλλη ομάδα ερευνών μελέτησε υιοθετημένα παιδιά γονιών με ΣΧ. ( μελέτες υιοθεσίας ).

Οι πρόσφατες μελέτες διδύμων επιβεβαίωσαν τις παλιότερες και λιγότερο εξονυχιστικές μελέτες. Το γενικό τους συμπέρασμα είναι ότι ζεύγη πανομοιότυπων διδύμων εμφανίζουν πολύ συχνότερα ΣΧ.

Σε σχέση με ζεύγη διωογενών διδύμων ( δηλαδή οι πανομοιότυποι δίδυμοι νοσούν πιό συχνά ΚΑΙ οι δύο από ΣΧ. σε σχέση με τους διωογενείς). Μολονότι οι μελέτες διδύμων φανερώνουν με τρόπο αδιαμφισβήτητο τη σημασίατων γενετικών παραγόντων στην γένεση της ΣΧ., ωστόσο δεν εξηγούν απόλυτα το φαινόμενο. Το γεγονός ότι ο πανομοιότυπος δίδυμος αδερφός ατόμου που πάσχει από ΣΧ. δεν έχει πιθανότητα να νοσήσει 100% αλλά περίπου 40%-60%, σημαίνει ότι (όσο ψηλή και αν είναι η πιθανότητα αυτή – συγκρίνετε με το 1% του γενικού πληθυσμού) και άλλοι παράγοντες του περιβάλλοντος πρέπει να συμμετέχουν

Οι μελέτες υιοθεσίας εστίασαν το ενδιαφέρον τους σε υιοθετημένα παιδιά για να εξετάσουν την σχετική σημασία κληρονομικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.

Στην καλύτερη εργασία αυτού του είδους, που έχει γίνει στη Δανία, μελετήθηκαν παιδιά που είχαν γονείς με ΣΧ. και τα οποία υιοθετήθηκαν από άλλες οικογένειες. Τα παιδιά αυτά συγκρίθηκαν με υιοθετημένα παιδιά που οι βιολογικοί τους γονείς δεν έπασχαν από ΣΧ. Η μελέτη αυτή και άλλες παρόμοιες έδειξαν ότι τα παιδιά που οι βιολογικοί τους γονείς έχουν ΣΧ. έχουν περισσότερες πιθανότητες να νοσήσουν από ΣΧ. ακόμη και όταν δεν υπάρχει προσωπική επαφή (και άρα επίδραση του ‘περιβάλλοντος’) όπως συμβαίνει στα υιοθετημένα παιδιά.

1/4λες οι έρευνες δείχνουν ότι η ΣΧ. έχει κληρονομική βάση, αλλά ο βαθμός της γενετικής επίδρασης παραμένει ακόμη αδιευκρίνιστος. Οι περισσότεροι επιστήμονες συμφωνούν ότι αυτό που μπορεί να κληρονομείται είναι η ευπάθεια προς τη νόσο – μιά κληρονομική προδιάθεση η οποία σε συνδυασμό με κάποιους άλλους παράγοντες μπορεί να οδηγεί στη ΣΧ. Αυτή η προδιάθεση μπορεί να έχει την μορφή κάποιας βιοχημικής ή ενζυμικής ανωμαλίας, μιάς λεπτής νευρολογικής βλάβης, ή κάποια άλλη μορφή ή ακόμη και συνδυασμό τους.

Μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε πώς μεταβιβάζεται η κληρονομική αυτή προδιάθεση και έτσι δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε με ακρίβεια εάν ένα συγκεκριμένο άτομο πρόκειται να νοσήσει ή όχι. Σε μερικούς ανθρώπους, ο γενετικός παράγοντας μπορεί να είναι κρίσιμος για την ανάπτυξη της νόσου, σε άλλους μπορεί να μην είναι.

Μήπως η ΣΧ. οφείλεται στον τρόπο που μεγαλώνουν οι γονείς τα παιδιά τους ;
Οι περισσότεροι ερευνητές σήμερα συμφωνούν ότι οι γονείς δεν προκαλούν την ΣΧ. Σε παλιότερες εποχές υπήρχε μιά τάση από μερικούς ειδικούς να κατηγορούν τους γονείς για την διαταραχή του παιδιού τους. Σήμερα, η στάση αυτή θεωρείται όχι μόνο ανακριβής αλλά και αντιπαραγωγική. Σήμερα, οι ειδικοί προσπαθούν να εντάξουν όλη την οικογένεια στο θεραπευτικό πρόγραμμα, ενώ επίσης δείχνουν ιδιαίτερη ευαισθησία και κατανόηση στο βαρύ φορτίο που η οικογένεια σηκώνει όταν τύχει κάποιο μέλος της να έχει ΣΧ.

Οφείλεται η ΣΧ. σε κάποια βιοχημική ανωμαλία;
Αν και κανένας νευροβιοχημικός αιτιολογικός παράγοντας δεν έχει μέχρι στιγμής συνδεθεί απόλυτα με την ΣΧ., ωστόσο η γνώση σχετικά με την βιοχημεία του εγκεφάλου και η σχέση της με την ΣΧ. αυξάνεται πολύ γρήγορα. Εδώ και πολλά χρόνια οι νευρομεταβιβαστές – ουσίες που επιτρέπουν την επικοινωνία μεταξύ των νευρικών κυττάρων του εγκεφάλου – έχουν ενοχοποιηθεί για την γένεση της ΣΧ. Φαίνεται πιθανό η νόσος να σχετίζεται με μια διαταραχή της ισορροπίας των περίπλοκων και αλληλοσυσχετιζόμενων χημικών συστημάτων του εγκεφάλου. Μολονότι δεν έχουμε ακόμη οριστικές απαντήσεις, η έρευνα πάνω στην ΣΧ. είναι και πολύ δραστήρια και συναρπαστική.

Οφείλεται η ΣΧ. σε δομική ανωμαλία του εγκεφάλου;
Το ενδιαφέρον γι’αυτήν την ερώτηση αναθερμάνθηκε μετά την ανακάλυψη της αξονικής τομογραφίας – ένα είδος ακτινογραφίας με το οποίο μπορούμε να δούμε με αρκετή σαφήνεια τον ζωντανό εγκέφαλο . Μερικές μελέτες που χρησιμοποίησαν την τεχνική αυτή έδειξαν ότι οι ασθενείς με ΣΧ. παρουσιάζουν πιό συχνά ανωμαλίες της δομής (της κατασκευής) του εγκεφάλου απ’ότι υγιείς άνθρωποι της ίδιας ηλικίας (π.χ. οι εσωτερικές κοιλότητες του εγκεφάλου -οι κοιλίες του εγκεφάλου – παρουσιάζονται μεγαλύτερες). Πρέπει όμως να τονιστεί ότι όλες αυτές οι ανωμαλίες που έχουν αναφερθεί είναι αφενός πάρα πολύ λεπτές και αφετέρου ούτε είναι χαρακτηριστικές της ΣΧ. ούτε συναντώνται μόνο σε άτομα με ΣΧ.

Σχετικά άρθρα