Πώς να αντιμετωπίσετε την δυσκοιλιότητα.

<p>Η δυσκοιλιότητα μπορεί να θεωρηθεί περιστασιακά ως ένα σύμπτωμα που όμως όταν «χρονίζει» αποτελεί μία πολυσυμπτωματική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από μειωμένη συχνότητα κενώσεων, έντονη πίεση κατά τη διάρκεια των κενώσεων, πρήξιμο, ή/και αίσθημα ατελούς κένωσης. Πρόκειται για μία από τις πιο συχνές διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος, η οποία όμως δύναται να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα ζωής των ατόμων. Έχει κατά καιρούς συσχετιστεί με διάφορες πτυχές του τρόπου ζωής, με τη διατροφή να κατέχει εξέχοντα ρόλο.</p>
<p><strong>Συμπτώματα</strong></p>
<p>Σύμφωνα με τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωσή της, ως χρόνια δυσκοιλιότητα ορίζεται η παρουσία τουλάχιστον δύο από τα παρακάτω συμπτώματα, για διάστημα 12 εβδομάδων ή μεγαλύτερο κατά τους τελευταίους 12 μήνες και απουσία οργανικής δυσλειτουργίας:</p>
<p>1.Παρουσία σκληρών ή άμορφων κοπράνων</p>
<p>2.Πίεση ή πόνος κατά την αφόδευση</p>
<p>3.Αίσθημα ατελούς κένωσης</p>
<p>4.Λιγότερες από 3 κενώσεις ανά εβδομάδα</p>
<p>5.Παράγοντες κινδύνου</p>
<p>Οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης δυσκοιλιότητας, εξαιρουμένων των ασθενειών, διακρίνονται σε τροποποιήσιμους και μη τροποποιήσιμους. Μεταξύ των μη τροποποιήσιμων παραγόντων συγκαταλέγονται η ηλικία και η εμμηνόπαυση για τις γυναίκες, ενώ στους τροποποιήσιμους παράγοντες περιλαμβάνονται η σωματική αδράνεια, η ελλιπής κατανάλωση νερού και υγρών (αφυδάτωση), η δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε φυτικές ίνες, η αλλαγή φυσικού περιβάλλοντος (ταξίδια), το στρες, η λήψη ορισμένων φαρμάκων και η χαμηλή ενεργειακή πρόσληψη.</p>
<p><strong>Διατροφική αντιμετώπιση</strong></p>
<p>Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσον η διατροφή εμπλέκεται στην αιτιολογία της εμφάνισης της δυσκοιλιότητας και σε τι βαθμό κάποιες τροποποιήσεις στη διαιτητική πρόσληψη μπορούν να συμβάλλουν στην ανακούφιση των ενοχλητικών συμπτωμάτων αυτής της διαταραχής.</p>
<p>Εδώ και χρόνια το κλειδί στην διατροφική αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας θεωρείται πως είναι η σταδιακή ένταξη των φυτικών ινών (διαλυτών και αδιάλυτων) στο καθημερινό διαιτολόγιο, με στόχο την κατανάλωση 25-30 γραμμαρίων την ημέρα. Οι φυτικές ίνες έχουν την ιδιότητα να κατακρατούν νερό με αποτέλεσμα τη δημιουργία μεγαλύτερων σε όγκο και πιο μαλακών κοπράνων, που διέρχονται πιο εύκολα από το έντερο. Ωστόσο, τα ερευνητικά δεδομένα στο πεδίο αυτό δεν είναι πλήρως τεκμηριωμένα, καθώς αφενός φαίνεται πως η μειωμένη πρόσληψη φυτικών ινών δεν είναι πάντα αίτιο της εμφάνισης χρόνιας δυσκοιλιότητας και αφετέρου η υιοθέτηση μίας δίαιτας πλούσιας σε φυτικές ίνες μπορεί να είναι σε ένα βαθμό βοηθητική, αλλά μπορεί να είναι και επιβαρυντική σε περιπτώσεις σοβαρής δυσκοιλιότητας. Σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο μιας υγιεινής και ισορροπημένης διατροφής, προτείνεται η κατανάλωση τουλάχιστον 5 μερίδων λαχανικών και φρούτων ημερησίως, καθώς και η επιλογή ολικής αλέσεως δημητριακών έναντι των επεξεργασμένων, προκειμένου να ενισχυθεί η πρόσληψη φυτικών ινών από φυσικές πηγές και όχι από συμπληρώματα. Παράλληλα, έχει προταθεί πως η σταδιακή αυτή αύξηση της πρόσληψης φυτικών ινών πρέπει να συνδυάζεται με αύξηση της κατανάλωσης νερού και υγρών, ιδιαίτερα μάλιστα σε περιπτώσεις μη επαρκούς ενυδάτωσης.</p>
<p>Επιπλέον, η μέτρια κατανάλωση καφέ έχει συσχετιστεί αρνητικά με τη δυσκοιλιότητα και θεωρείται πιθανόν βοηθητική, καθώς έχει φανεί πως προκαλεί μία στιγμιαία αύξηση στην κινητικότητα του εντέρου. Από την άλλη, ανάμεσα στα τρόφιμα τα οποία χαρακτηρίζονται από τους πάσχοντες ως επιβαρυντικά, συγκαταλέγονται η μπανάνα και η σοκολάτα, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν αντίστοιχα επιστημονικά δεδομένα που να επιβεβαιώνουν αυτές τις απόψεις.</p>
<p>Τα τελευταία χρόνια, με την ανάπτυξη των λειτουργικών τροφίμων έντονο ερευνητικό ενδιαφέρον υπάρχει στη μελέτη του ρόλου των προβιοτικών και των πρεβιοτικών που περιέχονται σε αυτά, στη λειτουργία του εντέρου. Ως προβιοτικά ορίζονται οι ζωντανοί μικροοργανισμοί, που περιέχονται σε τρόφιμα όπως το κεφίρ, το γιαούρτι και άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα, και ασκούν την ευεργετική τους δράση βελτιώνοντας την ισορροπία της εντερικής μικροχλωρίδας, των μικροοργανισμών δηλαδή που υπάρχουν φυσιολογικά στο έντερο. Από την άλλη, τα πρεβιοτικά αποτελούν άπεπτα συστατικά των τροφίμων, που ενεργοποιούν επιλεκτικά την ανάπτυξη ή / και τη δραστηριότητα ενός ή περισσοτέρων βακτηριακών στελεχών του εντέρου, ασκώντας με αυτόν τον τρόπο ευεργετική επίδραση στον οργανισμό. Τα πρεβιοτικά βρίσκονται σε τρόφιμα όπως ολικής άλεσης δημητριακά (κυρίως προϊόντα σίτου), λαχανικά και φρούτα όπως κρεμμύδι, σκόρδο, σικορέ, πράσο, αγκινάρα και μπανάνα, καθώς και σε εμπλουτισμένα γαλακτοκομικά προιόντα και μαργαρίνες. Στην περίπτωση της δυσκοιλιότητας, υπάρχουν ενδείξεις ότι συγκεκριμένα είδη βακτηρίων (πχ. Bifidobacterium Lactis, Lactobacillus rhamnosus) πιθανόν να διεγείρουν την κινητικότητα του εντέρου, ενώ αναφορικά με τα πρεβιοτικά τα αντίστοιχα δεδομένα είναι πιο περιορισμένα.</p>
<p>Εκτός από την κατάλληλη επιλογή τροφίμων, σημαντικό ρόλο κατέχουν και οι σωστές συνήθειες των γευμάτων. Η συστηματική κατανάλωση πρωινού δύναται να βοηθήσει στη δυσκοιλιότητα διεγείροντας το γαστροκολικό αντανακλαστικό. Από την άλλη μεριά, εξαντλητικές δίαιτες αδυνατίσματος έχει φανεί μεταξύ άλλων πως διαταράσσουν και την εντερική λειτουργία.</p>
<p>Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο ενός υγιεινού τρόπου ζωής είναι σημαντική η υιοθέτηση τόσο μιας ισορροπημένης διατροφικής συμπεριφοράς όσο και η παράλληλη αύξηση της σωματικής δραστηριότητας. Η άσκηση έχει βρεθεί να είναι ιδιαίτερα βοηθητική ακόμα και στις μεγαλύτερες ηλικίες κι επομένως θα πρέπει να ενθαρρύνεται τουλάχιστον το καθημερινό περπάτημα και η αποφυγή της σωματικής αδράνειας.</p>
<p>Τέλος, ιδιαίτερα σημαντική είναι και η άμεση ανταπόκριση στο αίσθημα της αφόδευσης, καθώς και η επίσκεψη της τουαλέτας σε τακτικές ώρες κατά τη διάρκεια της μέρας και ιδιαίτερα μετά τα γεύματα, όπου η πιθανότητα κένωσης είναι μεγαλύτερη. Η τακτική αυτή πρέπει να αποτελεί μέρος της εκπαίδευσης των παιδιών και θα πρέπει να ακολουθείται και μετέπειτα στην ενήλικο ζωή.</p>
<p>Έτσι λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε γενικές γραμμές, η διατροφική αντιμετώπιση πιθανόν να παρέχει μία ανακούφιση στις περιπτώσεις ήπιας έως μέτριας δυσκοιλιότητας. Η παροχή της σωστής ενημέρωσης και συμβουλευτικής στους πάσχοντες, σχετικά με τη διατροφή τους, φαίνεται πως κρίνεται αναγκαία και θα ήταν καλό να προηγείται της χορήγησης συμπληρωμάτων και άλλων καθαρτικών σκευασμάτων. Σε κάθε περίπτωση, είναι επίσης απαραίτητη η εξατομικευμένη αντιμετώπιση του προβλήματος, καθώς όπως συμβαίνει και με άλλες διαταραχές, η ίδια προσέγγιση πιθανόν να μην είναι εξίσου αποτελεσματική για όλα τα άτομα.</p>
<p align="right">Πηγή: Ελληνικό Ιδρυμα Γαστρεντερολογίας και Διατροφής</p>

Σχετικά άρθρα