Oι καινούργιες ταινίες της βδομάδας: Τι θα δούμε απόψε;

<p>Ο κριτικός κινηματογράφου του περιοδικού <a href="http://www.athinorama.gr">Αθηνόραμα</a> μας παρουσιάζει τις κινηματογραφικές αφίξεις της εβδομάδας. 10η μέρα, Εγώ και εσύ, Όλα χάθηκαν, Miss Violence… </p>
<p><img src="/contentfiles/photos/theamata/mitsis.jpg" alt="" width="88" height="88" /></p>
<p> </p>
<p> </p>
<div class="head">
<h1 style="text-align: justify;">10η Μέρα</h1>
</div>
<p style="text-align: justify;"> Ο Αλί, Αφγανός μετανάστης στην Αθήνα, ο οποίος ζει μαζεύοντας παλιοσίδερα, αφηγείται την ιστορία του και το ταξίδι από την πατρίδα του στον ευρωπαϊκό «παράδεισο». Ντοκιμαντερίστικη και οπτικά ενδιαφέρουσα, αλλά σεναριακά κοινότοπη προσέγγιση του μεταναστευτικού προβλήματος. Με διεθνή φεστιβαλική πορεία και τρεις υποψηφιότητες για βραβείο της Ακαδημίας Κινηματογράφου.<span style="font-size: 1.17em;"> </span></p>
<p style="text-align: justify;"> </p>
<div id="ctl00_ctl00_Stiles_Main_uc_Articles_rptParaGraphs_ctl01_PnlImage">
<div class="imgcontainer"><img src="http://lmnts.athinorama.gr/lmnts/articles/1001137/10DAY1.jpg" alt=" " />
<div class="lezada"> </div>
</div>
</div>
<p>Η μνήμη επανέρχεται διαρκώς ως κινητήρια δύναμη –αλλά και ως ενοχή– στις ταινίες του Βασίλη Μαζωμένου («Ο Θρίαμβος του Χρόνου», «Το Χρήμα», «Guilt» ), ο οποίος στη «10η Μέρα» την επιστρατεύει για να διηγηθεί την ιστορία του Αλί. Ενός Αφγανού πρόσφυγα ο οποίος ζει στην Αθήνα και μαζεύει παλιοσίδερα, φτάνοντας από την πατρίδα του στον ευρωπαϊκό «παράδεισο» έπειτα από ένα περιπετειώδες ταξίδι. Καθώς ο ίδιος το περιγράφει γλαφυρά, ο Μαζωμένος συνθέτει με τις εικόνες του μια παράλληλη ιστορία-σχόλιο πολύ πιο ενδιαφέρουσα τελικά. Διότι, αν και καταχράται κάποια light motives, ο «οπτικός λόγος» του σκηνοθέτη διαθέτει πλαστικότητα και πρωτοτυπία, συνδυάζοντας στιλιζάρισμα και ντοκιμαντερίστικη αμεσότητα, θεατρικότητα και αφηγηματική αφαίρεση.</p>
<p>Συγχρόνως προσπαθεί να υιοθετήσει την οπτική του «ξένου» σε ένα πολιτισμικά βαθύτερο επίπεδο, σχολιάζοντας ήθη κι έθιμα τα οποία γεννούν κοινωνικές συμπεριφορές και προσωπικές αντιλήψεις. Ο καμβάς πάνω στον οποίο αναπτύσσονται όλα αυτά, ωστόσο, δυσκολεύεται να τα υποστηρίξει, αποτελούμενος από την πλέον κοινότοπη πρώτη ύλη: το αλά «ειδήσεις των οκτώ» ιστορικό τής γεμάτης δουλεμπόρους, εκμετάλλευση και πόνο μεταναστευτικής διαδρομής από τα βάθη της Ασίας στη χώρα μας, όπου η μισαλλοδοξία και ο ρατσισμός αποδεικνύονται μια ακόμη χειρότερη καθημερινότητα. Αυτό το τελευταίο είναι και το πλέον διδακτικό μέρος της ταινίας, η οποία διαγράφει διεθνή φεστιβαλική πορεία, ενώ απέσπασε τρεις υποψηφιότητες για βραβείο της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. <br /><br /><strong>Ελλάδα. 2012. Διάρκεια: 83΄.</strong></p>
<p><strong><span style="font-size: small;"><br /></span></strong></p>
<p><strong><span style="font-size: small;">Gravity</span></strong></p>
<p>Μια επιστήμονας κι ένας αστροναύτης προσπαθούν να επιβιώσουν ύστερα από ένα ατύχημα που τους άφησε να περιπλανιούνται στο αχανές Διάστημα. Τρισδιάστατος ρεαλισμός που σε αφήνει άφωνο, θρίλερ επιβίωσης που φλερτάρει με το υπαρξιακό δράμα και μια ενήλικη sci fi περιπέτεια, η οποία ενδίδει σε όσο μπορεί λιγότερες χολιγουντιανές ευκολίες.<span style="font-size: 1.17em;"> </span></p>
<div id="ctl00_ctl00_Stiles_Main_uc_Articles_rptParaGraphs_ctl01_PnlImage">
<div class="imgcontainer"><img src="http://lmnts.athinorama.gr/lmnts/articles/1001133/gravity.jpg" alt=" " />
<div class="lezada"> </div>
</div>
</div>
<p>Για τον Αλφόνσο Κουαρόν, ο οποίος ξεκίνησε από τη μεξικάνικη τηλεόραση κι έφτασε στο «Ο Χάρι Πότερ και ο Αιχμάλωτος του Αζκαμπάν» και στις οσκαρικές υποψηφιότηττες, το «Gravity» ήταν ένα πολύπαθο σχέδιο ζωής. Ασχολήθηκε με αυτό τουλάχιστον επί μία εξαετία, άλλαξε στούντιο και πρωταγωνιστές και κατάφερε τελικά να κάνει το δικό του. Με κόστος 100 εκατ. χολιγουντιανών δολαρίων, ωστόσο, δεν κάνεις ποτέ ακριβώς το δικό σου! Απλό όσο και φιλόδοξο, περιπέτεια εμπορικών προδιαγραφών όσο και ψαγμένο δράμα επιστημονικής φαντασίας, το «Gravity» είναι μια ιδιαίτερη, εξαιρετική κινηματογραφική περίπτωση που έχει ήδη γράψει ιστορία. Και αυτό γιατί, εκτός από τεχνικά σπουδαίο επίτευγμα (η τρισδιάστατη φωτογραφία του Εμάνουελ Λουμπέζκι είναι ένα οπτικό θαύμα ), αποτελεί κι ένα υπόδειγμα δεξιοτεχνικής ισορροπίας ανάμεσα στο καλλιτεχνικό όραμα ενός δημιουργού και στις αυστηρές επιταγές της βιομηχανίας. </p>
<p>Όσον αφορά τις δεύτερες, το φιλμ ποντάρει σε ένα χορταστικό θέαμα το οποίο είναι… ρεαλιστικά εκθαμβωτικό. Τα κοντινά πλάνα των δύο πρωταγωνιστών, της ιατρικής επιστήμονα Ράιαν Στόουν και του έμπειρου αστροναύτη Ματ Κοβάλσκι, με φόντο την τεράστια Γη είναι υποβλητικά, οι σιωπηλές σκηνές καταστροφής (ειδικά αυτή του διαστημικού σταθμού ) απίστευτα αληθοφανείς. Επιπλέον, η λιτή πλοκή ενισχύεται με μερικές συναισθηματικές ευκολίες, όπως η ιστορία του γιου της Ράιαν, αλλά κι εύπεπτες σεναριακές λύσεις (το τελευταίο, οριακά αφελές κομμάτι της προσπάθειας επιστροφής ) οι οποίες κολακεύουν τον θεατή, εμποδίζοντάς τον έτσι να αποστασιοποιηθεί. Ο Αλφόνσο Κουαρόν, ο οποίος συνυπογράφει το σενάριο με τον γιο του Γιόνας, γνωρίζει πολύ καλά τις παραχωρήσεις που πρέπει να κάνει για να φέρει τα λεφτά του πίσω. Δεν είναι φυσικά ο Κιούμπρικ, αλλά οι περισσότεροι συνάδελφοί του μάλλον θα απλοποιούσαν περισσότερο τα πράγματα, ενώ δεν θα «κεντούσαν» πάνω στις μικρές και μεγάλες λεπτομέρειες, οι οποίες προσδίδουν στο «Gravity» βάθος και κομψότητα.</p>
<p><br />Κλειστοφοβική και αγωνιώδης αίσθηση, οπερατική μεγαλοπρέπεια και φιλοσοφικές αναζητήσεις, το «Άλιεν», το «Σολάρις», το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» αλλά και το «Απόλλων 13» (η φωνή από το κέντρο ελέγχου είναι του Εντ Χάρις )… Μέσα από αυτά η απελπισμένη προσπάθεια του ζευγαριού, και ειδικότερα της Ράιαν Στόουν, να επιστρέψει στη Γη μετατρέπεται σε μια υπαρξιακή περιπέτεια που ξεκινά από το κόψιμο του ομφάλιου λώρου (το καλώδιο που κρατά τον αστροναύτη συνδεδεμένο με το σκάφος/μήτρα ) και φτάνει στον… πρώτο άνθρωπο που περπάτησε στη Γη. Μεσολαβούν μια διαδρομή στο ατελείωτο κενό, ο συμβιβασμός με την απώλεια, η δύναμη της μνήμης και τα παιχνίδια της φαντασίας. Ιδέες που ακόμη κι αν διαθλώνται μέσα από ένα γυαλιστερό χολιγουντιανό πρίσμα σπανιότατα συναντιούνται σε υπερπαραγωγές τέτοιου βεληνεκούς. <br /><br /><strong>ΗΠΑ. 2013. Διάρκεια: 91΄. </strong></p>
<p><strong></strong><span style="font-size: 2em;">Όλα Χάθηκαν</span></p>
<p id="firma">Ένας βετεράνος ιστιοπλόος διασχίζει με το 12μετρο ιστιοφόρο του τον Ινδικό Ωκεανό, όταν η σύγκρουση με ένα επιπλέον κοντέινερ τον αφήνει χωρίς ασύρματο και όργανα πλοήγησης. Καθώς προσπαθεί να επιδιορθώσει το ρήγμα του σκάφους, τα ρεύματα τον παρασύρουν στην καρδιά μιας βίαιης καταιγίδας. Λιτό, ρεαλιστικό δράμα επιβίωσης με ερμηνευτικό one-man-show από τον αειθαλή και πάντα στιβαρό Ρέντφορντ.</p>
<h3> </h3>
<div id="ctl00_ctl00_Stiles_Main_uc_Articles_rptParaGraphs_ctl01_PnlImage">
<div class="imgcontainer"><img src="http://lmnts.athinorama.gr/lmnts/articles/1001136/6gmj.jpg" alt=" " />
<div class="lezada"> </div>
</div>
</div>
<p>Α ν το «Gravity» μας θυμίζει πως στο Διάστημα κανείς δεν μπορεί να ακούσει τις κραυγές σου, το «Όλα Χάθηκαν» μας επιβεβαιώνει πως ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και στη μέση του ωκεανού. Κι αν στην ταινία του Αλφόνσο Κουαρόν οι Σάντρα Μπούλοκ και Τζορτζ Κλούνεϊ δοκιμάζουν να επιστρέψουν μαζί στο σπίτι, σε αυτήν του Τζέι Σι Τσάντορ ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ είναι αναγκασμένος να επιχειρήσει το ίδιο εντελώς μόνος του. Πρόκειται λοιπόν γι’ άλλη μία περιπέτεια επιβίωσης, την οποία ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Τζέι Σι Τσάντορ (οσκαρική υποψηφιότητα πρωτότυπου σεναρίου για το ντεμπούτο του «Ο Δρόμος του Χρήματος» ) γδύνει από αφηγηματικές και ψυχολογικές περικοκλάδες, εστιάζοντας κατευθείαν στον πυρήνα του δράματος: ένας βετεράνος ιστιοπλόος ο οποίος διασχίζει με το 12μετρο ιστιοφόρο του τον Ινδικό Ωκεανό ξυπνά απότομα μετά την πρόσκρουση του σκάφους σε ένα επιπλέον κοντέινερ γεμάτο παιδικά παπούτσια. </p>
<p>Το ρήγμα στο κύτος είναι ανησυχητικό κι εκείνος προσπαθεί να το επιδιορθώσει γρήγορα, καθώς τα ρεύματα τον παρασύρουν χωρίς ασύρματο και όργανα πλοήγησης προς την καρδιά μιας επερχόμενης καταιγίδας. Αυτή είναι η αρχή των προβλημάτων για τον αγνώστου ταυτότητας ιστιοπλόο, του οποίου ελάχιστα προσωπικά στοιχεία θα μας αποκαλυφθούν στην πορεία (όπως η προσπάθειά του να γράψει ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα στην οικογένειά του ). Αυτό που βλέπουμε ιδίοις όμμασι είναι πως πρόκειται για έναν εφευρετικό και πείσμωνα άνθρωπο, που θα επιστρατεύσει κάθε πιθανή τεχνική επιβίωσης και θα παλέψει με γυμνά χέρια μέχρι το τέλος, ελπίζοντας να φτάσει στον υδάτινο δίαυλο από τον οποίο περνούν τα εμπορικά πλοία, η μοναδική τελικά σανίδα σωτηρίας του. Πόσο ενδιαφέρουσα μπορεί να αποδειχτεί μια σχεδόν βουβή και απόλυτα ρεαλιστική –άρα χωρίς πολλές περιπετειώδεις ανατροπές και συμπτώσεις– σχεδόν δίωρη μάχη ενός ανθρώπου με τα κύματα; </p>
<p>Ο Τζέι Σι Τσάντορ κερδίζει εύκολα το συγκεκριμένο στοίχημα, κρατώντας σε από την αρχή μέχρι το τέλος στην άκρη της καρέκλας. Αν και η αντίδραση του ήρωα είναι στην ουσία μονόδρομος (κάθε άνθρωπος θα παλέψει όσο του επιτρέπουν οι δυνάμεις του για να μείνει ζωντανός ), η άγνοια ψυχολογικού ιστορικού, προσωπικού κινήτρου και χαρακτηριολογικών λεπτομερειών προσδίδει στον ιστιοπλόο του Ρέντφορντ μια αρχετυπική, φανερά συμβολική διάσταση. Είμαστε στον κόσμο του Τζακ Λόντον και του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, όπου ο άνθρωπος –σαν ακόμη ένα ζώο– έρχεται αντιμέτωπος με τη φύση και μέσα από αυτή με την ίδια του τη (μεταφυσική ) μοίρα. Το εξαιρετικό φινάλε δικαιώνει δραματικά την περιπετειώδη διαδρομή, κατά τη διάρκεια της οποίας ο 77χρονος Ρόμπερτ Ρέντφορντ δίνει μία από τις κορυφαίες –λιτή μα τόσο εκφραστική– ερμηνείες της καριέρας του. <br /><br /><strong>ΗΠΑ. 2013. Διάρκεια: 106΄</strong></p>
<p><span style="font-size: 2em;"><br /></span></p>
<p><span style="font-size: 2em;">Εγώ και Εσύ</span></p>
<p id="firma">Ο 14χρονος Λορέντζο προσποιείται ότι πηγαίνει εβδομαδιαία σχολική εκδρομή για σκι, ενώ καταφεύγει στο έρημο υπόγειο μιας πολυκατοικίας θέλοντας να απομονωθεί από όλους και από όλα. Το «άσυλό» του θα παραβιάσει όμως η 25χρονη ετεροθαλής αδερφή του… Δεξιοτεχνικό, έντονο, αλλά περιορισμένης εμβέλειας πορτρέτο μιας γενιάς αντιμέτωπης με το απειλητικό αύριο.</p>
<h3> </h3>
<div id="ctl00_ctl00_Stiles_Main_uc_Articles_rptParaGraphs_ctl01_PnlImage">
<div class="imgcontainer"><img src="http://lmnts.athinorama.gr/lmnts/articles/1001139/bernardo-bertolucci_03-1.jpg" alt=" " />
<div class="lezada"> </div>
</div>
</div>
<p>Ε πειτα από εννέα χρόνια κι ένα πρόβλημα υγείας, το οποίο τον έχει καθηλώσει σε αναπηρικό καροτσάκι, ο 73χρονος Μπερνάρντο Μπερτολούτσι επιστρέφει πίσω από την κάμερα διασκευάζοντας το «Εγώ κι εσύ», ένα μυθιστόρημα του Νικολό Αμανίτι που εκδόθηκε προ τριετίας. Ο γεννημένος στη Ρώμη το 1966 λογοτέχνης θεωρείται ο σπουδαιότερος Ιταλός συγγραφέας της γενιάς του και αρκετά έργα του έχουν μεταφερθεί στο σινεμά, δύο μάλιστα («Εγώ δεν Φοβάμαι», «Με τις ευλογίες του Θεού» ) από τον βραβευμένο με Όσκαρ Γκαμπριέλε Σαλβατόρες. Μακριά από την ατμόσφαιρα αστυνομικού μυστηρίου που κυριαρχεί σε άλλα βιβλία του Αμανίτι, το «Εγώ κι εσύ» αφηγείται την ιστορία του 14χρονου, ψυχολογικά ασταθούς Λορέντζο, που μεγαλώνει με τη μητέρα του, επισκέπτεται τακτικά τον ψυχίατρό του και δυσκολεύεται να προσαρμοστεί σε ένα περιβάλλον το οποίο νιώθει αγχωτικά απειλητικό. <br />Μια εβδομαδιαία σχολική εκδρομή για σκι θα του δώσει την ιδανική αφορμή να μείνει μόνος με τον εαυτό του, καθώς προσποιείται στη μητέρα του πως θα συμμετάσχει, καταφεύγει όμως στο έρημο υπόγειο μιας πολυκατοικίας θέλοντας να απομονωθεί από όλους και από όλα. Ο Μπερτολούτσι περιγράφει άμεσα κι εύστοχα μια teen angst πραγματικότητα, στην οποία υποσυνείδητες φοβίες, καταπιεσμένες επιθυμίες και η δυσκολία επικοινωνίας δημιουργούν έναν κυριολεκτικό και μεταφορικό εγκλεισμό. Ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο του σκηνοθέτη («Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι», «Η Πολιορκία Μιας Γυναίκας», «Οι Ονειροπόλοι», ακόμη και ο «Τελευταίος Αυτοκράτορας» ), ο οποίος δεν παραλείπει να παίξει και με τις αγαπημένες του ψυχαναλυτικές αναφορές (η φαντασίωση στη διάφανη οροφή, η «αιμομικτική» συζήτηση ). Τις ισορροπίες της ταινίας θα αλλάξει η εισβολή της 25χρονης ετεροθαλούς αδερφής του Λορέντζο στο καταφύγιό του, γεγονός που θα ανεβάσει μεν την ένταση, θα οδηγήσει δε τη σεναριακή εξέλιξη σε προβλέψιμα και συγκαταβατικά μονοπάτια. Εκεί όπου η νέα γενιά περπατά μαζί με τα τρελά όνειρα και τα καταστροφικά πάθη της αλλά και την αλληλοκατανόηση που θα τη σπρώξει σε ένα καλύτερο αύριο. Γλυκό, αλλά κινηματογραφικά απλοϊκό.<br /><br /><strong>Ιταλία. 2012. Διάρκεια: 103</strong></p>
<div class="head">
<h1>Miss Violence</h1>
<h1><span style="font-size: 10px;">Την ημέρα των γενεθλίων της η 11χρονη Αγγελική πηδάει από το μπαλκόνι. Η αστυνομία και η κοινωνική πρόνοια προσπαθούν να εξιχνιάσουν την αυτοκτονία η αιτία της οποίας κρύβεται πίσω από επικίνδυνα οικογενειακά μυστικά. Θαρραλέα και κινηματογραφικά υποβλητική διαδρομή ως την καρδιά του σκοταδιού της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Αργυρό Λιοντάρι σκηνοθεσίας και βραβείο αντρικής ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βενετίας.</span></h1>
</div>
<div id="ctl00_ctl00_Stiles_Main_uc_Articles_rptParaGraphs_ctl01_PnlImage">
<div class="imgcontainer"><img src="http://lmnts.athinorama.gr/lmnts/articles/1001135/miss_violence_6.jpg" alt=" " />
<div class="lezada"> </div>
</div>
</div>
<p>Η πρώτη σκηνή της ταινίας, στην οποία η οικογένεια γιορτάζει γελώντας τα γενέθλια της μικρής Αγγελικής, εξελίσσεται σε ένα πνεύμα επιτηδευμένης ευφορίας που γεννά απειλητικά προαισθήματα. Η ειρωνική, ελαφρώς σαρκαστική σκηνοθετική προσέγγιση εντείνει την αμηχανία και η τραγική κατάληξη δημιουργεί ένα αντιφατικό συναίσθημα. Έχουμε μπροστά μας έναν καινούργιο «Κυνόδοντα», μια μακάβρια κωμωδία ή ένα «πειραγμένο» κοινωνικό δράμα; Όλα μαζί και τίποτε από αυτά, το «Miss Violence» αφήνει πίσω του την παγωμένα χαμογελαστή αρχική σεκάνς (για την οικογένεια τα πράγματα ποτέ δεν θα είναι πλέον τα ίδια ) και βυθίζεται σε μια γκρίζα πραγματικότητα η οποία κρύβεται πίσω από τα κατεβασμένα στόρια των πολυκατοικιών και κάτω από τους θορύβους της πολυάσχολης μητρόπολης. </p>
<p><br />Παραμένοντας την περισσότερη ώρα στο διαμέρισμα, η κάμερά της παρακολουθεί το ημερήσιο οικογενειακό τελετουργικό και αναζητά αυτά που οδήγησαν την Αγγε­λική στην αυτοκτονία. Εκείνα τα οποία ζητούν να μάθουν τόσο η αστυνομία όσο και η πρόνοια, που υποπτεύεται ότι κάτι ιδιότροπο συμβαίνει στο σπίτι της μικρής, η μητέρα της οποίας έχει άλλα τρία παιδιά, όλα αγνώστου πατρός. Το ίδιο υποψιάζεται φυσικά και ο θεατής, παγιδευμένος σε έναν κλειστοφοβικό δαίδαλο που οδηγεί στην κυρίαρχη πατριαρχική φιγούρα του παππού, του υποδειγματικά άτεγκτου, βραβευμένου στη Βενετία Θέμη Πάνου. Με ελεγχόμενη σωματική και τεράστια ψυχολογική βία, ο λόγος του είναι νόμος για την ανίσχυρη κόρη (ένας επί ξύλου κρεμάμενος χαρακτήρας που αποδίδει πειστικά η Ελένη Ρουσσινού ) και τα τρομοκρατημένα εγγόνια, τα οποία ελέγχει σιωπηλά και η «συνένοχη» γιαγιά (η παγερή εσωστρέφεια της Ρένης Πιττακή δικαιώνεται στο αναπάντεχο φινάλε ). <br />Η συνενοχή είναι άλλωστε η κυρίαρχη ιδέα του «Miss Violence», ενός τολμηρού πορτρέτου της σύγχρονης οικογενειακής πραγματικότητας, η οποία αντανακλά μέσα από τις δομές εξουσίας της ολόκληρο το κοινωνικό παρόν. Ο Αλέξανδρος Αβρανάς –του στιλίστικου «Without», που κέρδισε επτά Κρατικά Βραβεία το 2008, αλλά δεν βγήκε ποτέ στις αίθουσες– περιγράφει γλαφυρά αυτήν τη ζοφερή εικόνα, θέτοντας ταυτόχρονα ερωτήματα για τη συνενοχή των θυμάτων, την υποταγή ως μέθοδο επιβίωσης και τη συγκάλυψη κάθε είδους βίας με το μανδύα της κανονικότητας. Με την ψυχρή μεθοδολογία ενός Χάνεκε (γεωμετρική αυστηρότητα, αποχρωματισμένα πλάνα ) και την υπαινικτική μαεστρία ενός Πολάνσκι (η απειλή που παραμονεύει εκτός κάδρου ) μας αναστατώνει συναισθηματικά και ψυχολογικά, αφήνοντάς μας αβοήθητους να αναζητήσουμε τις απαντήσεις. οι οποίες –όποιες­ κι αν είναι– σίγουρα δεν θα μας είναι καθόλου αρεστές. </p>
<p>Γιατί πρόκειται για μια όχι παρηγορητική, αλλά ειλικρινή, σκοτεινή και απαιτητική απέναντι στον θεατή διαδρομή στην καρδιά του ερέβους, από τις συναρπαστικότερες ολόκληρης της πρόσφατης ελληνικής κινηματογραφίας. <br /><br /><strong>Ελλάδα. 2013. Διάρκεια: 99</strong></p>
<p><strong><br /></strong></p>

Σχετικά άρθρα