Δεν αντέχεις τα ψέματα; Ανιχνευτής Αλήθειας!

Στο βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι, “Να σου πω μια ιστορία”, ο Ντεμιάν,  ένας ανήσυχος νεαρός φοιτητής προσπαθεί να ανακαλύψει τον εαυτό του. Οι αναζητήσεις του τον κατευθύνουν στον “Χοντρό”, έναν πολύ ιδιόρρυθμο ψυχαναλυτή που τον βοηθά να αντιμετωπίσει τη ζωή και να βρει απαντήσεις στα ερωτήματά του με έναν τρόπο πολύ πρωτότυπο: σε κάθε συνάντηση, του διηγείται από μία ιστορία.

Διαβάσαμε ένα απόσπασμα που περιγράφει τον τρόπο που συνήθως αντιμετωπίζουμε το ψέμα στη ζωή μας. Το αίσθημα της εξαπάτησης μας προκαλεί θυμό. Μήπως όμως το ψέμα δεν έχει πάντα εμάς τους ίδιους ως στόχο;

Χόρχε Μπουκάι. 

Ο ΑΝΙΧΕΥΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ 

«ΑΜΑΝ, ΒΑΡΕΘΗΚΑ πια!» γκρίνιαξα.

«Τι βαρέθηκες, Ντεμιάν;»

«Βαρέθηκα να μου λένε ψέματα! Βαρέθηκα ν’ακούω ψευτιές!»

«Και γιατί θυμώνεις τόσο με τα ψέματα;» ρώτησε ο Χόρχε, λες και του είχα παραπονεθεί ότι η βροχή ήταν υγρή…

«Τι θα πει γιατί; Γιατί είναι φρικτό! Με ενοχλεί να με κοροϊδεύουν, να με εξαπατούν, να με φλομώνουν στα παραμύθια.»

«Καταφέρνουν να σε φλομώσουν;»

«Λένε ψέματα. Αυτό είναι.»

«Μα αυτό δεν φτάνει, Ντεμιάν. Μπορεί να σου λένε ψέματα κι εσύ να διασκεδάζεις ακουγοντάς τους…»

«Ναι, όμως εγώ πιάνομαι κορόιδο, Χόρχε. Τους πιστεύω, είμαι εύπιστος… Έρχεται ο κάθε ανόητος και μου ξεφουρνίζει μια βλακεία κι εγώ τον πιστεύω. Είμαι ηλίθιος!»

«Και γιατί τους πιστεύεις;»

«Γιατί… γιατί… Ξέρω κι εγώ γιατί τους πιστεύω; Να πάρει ο διάολος!» φώναξα. «Δεν ξέρω… Δεν ξέρω…»

Ο Χοντρός με κοίταξε σιωπηλός για λίγο και μετά πρόσθεσε:

«Ξέρεις πια ότι καλό είναι να μη θυμώνεις. Όμως, προς το παρόν, αφού είσαι θυμωμένος, καλύτερα να πάψεις να πιάνεσαι κορόιδο και να κάνεις κάτι ενάντια στην οργή σου.»

Κατάλαβα τι ήθελε να πει ο Χοντρός.

Ο Χόρχε έλεγε ότι ο θυμός, ο έρωτας ή η θλίψη είναι απλώς οι μπαταρίες του σώματος. Το συναίσθημα είναι η ενέργεια που προηγείται της κίνησης. Η συγκίνηση δεν είναι τίποτα δίχως τη δράση. Αν επιχειρήσεις να τα αποσυνδέσεις αποξενώνεσαι, χάνεσαι, χάνεις το επίκεντρο…

Κι αυτό ακριβώς έπαθα εγώ προσπαθώντας να ελέγξω το ξεχείλισμα που μου προκαλούσε εκείνη η κατάσταση.

Ο ψυχοθεραπευτής μου έσκυψε κάτω, σήκωσε ένα τεράστιο μαξιλάρι και το έβαλε μπροστά του. Χωρίς να πει λέξη χτύπησε απαλά με την παλάμη του το μαξιλάρι καλώντας με έτσι να δουλέψω μαζί του.

Ήξερα τι μου πρότεινε ο Χόρχε. Αμίλητος, κάθισα στην άλλη μεριά του μαξιλαριού κι άρχισα να κοπανάω με τις γροθιές μου.

Όλο και περισσότερο.
Όλο και περισσότερο.
Όλο και περισσότερο.
Κοπανούσα… κοπανούσα… κοπανούσα.
Και μετά ούρλιαξα.
Κι έβρισα.
Και συνέχισα να βαράω.
Και να βαράω…
Και να βαράω…

Ώσπου σωριάστηκα λαχανιασμένος και εξαντλημένος…
Ο Χοντρός με άφησε να συνέλθω, και μετά έβαλε το χέρι του στον ώμο μου και με ρώτησε:

«Είσαι καλύτερα;»

«Όχι» του είπα. «Ξαλάφρωσα κάπως, αλλά δεν είμαι καλύτερα.»

«Απόψεις είναι αυτές» είπε ο Χόρχε. «Εγώ πιστεύω ότι πάντα είναι καλύτερα να ξαλαφρώνεις από ένας βάρος…»

Ακούμπησα για λίγο στο στήθος του και ξεκουράστηκα. Ύστερα, από λίγα λεπτά, ο Χόρχε με ρώτησε:

«Θέλεις να μου πεις τι σου συνέβη;»

«Όχι, Χοντρέ. Δεν θέλω. Το γεγονός καθαυτό δεν έχει σημασία. Τώρα, τουλάχιστον, έχω την διαύγεια να το αντιληφθώ. Θέλω μόνο να καταλάβω τι μου συμβαίνει εμένα στο ζήτημα αυτό. Νομίζω ότι με τρελαίνει.»

«Καλώς. Ας ξεκινήσουμε όμως από κάπου. Προσπάθησε να μου πεις περιληπτικά ποιο νομίζεις ή νιώθεις πως είναι το πρόβλημα.»

Βολεύτηκα καλύτερα στο πάτωμα, φύσηξα τη μύτη μου και προσπάθησα να αρχίσω.

«Είναι όταν εγώ…» ο Χοντρός δεν με άφησε να συνεχίσω.

«Όχι, όχι. Να μου το περιγράψεις σαν να ήταν τηλεγράφημα. Λες και κάθε λέξη κοστίζει μια περιουσία. Έλα.»

Σκέφτηκα λίγο.

«Μ’ενοχλεί όταν μου λένε ψέματα» είπα τελικά.

Ήμουν ικανοποιημένος.

Αυτή ήταν η φράση.

Έξι λέξεις.

Ήταν ένα μήνυμα αληθινά περιληπτικό.

Κοίταξα το Χοντρό.

…Σιωπή.

Αποφάσισα να κάνω μια επένδυση και να ανεβάσω το κόστος, για να δώσω περισσότερο ρεαλισμό στη φράση μου.
«Με ενοχλεί πολύ όταν μου λένε ψέματα! Αυτό είναι το πρόβλημα!»

Ο Χοντρός χαμογέλασε και πήρε το ύφος του παππού που δείχνει κατανόηση. Ήταν το γνωστό ύφος του Χόρχε, κι εγώ το ερμήνευα ορισμένες φορές ως: «μα τι ανόητος που είσαι, παιδί μου» κι άλλες σαν μια τεράστια αγκαλιά που έλεγε: «εδώ είμαι εγώ» ή, «όλα θα πάνε καλά».

«Με ενοχλεί!» επέμεινα.
«Να σου λένε ψέματα» αποτελείωσε τη φράση μου ο Χόρχε.
«Να μου λένε ψέματα!» είπα.
«Να ΣΟΥ λένε ψέματα» τόνισε.
«Ναι, να ΜΟΥ λένε ψέματα». Δεν καταλαβαίνω πού το πήγαινε. «Γιατί γελάς;» τον ρώτησα στο τέλος.
«Δεν γελώ. Χαμογελώ…»

«Τι τρέχει;» ρώτησα. «Δεν καταλαβαίνω τίποτα.»

«Ξέρω το μέρος όπου έχεις φτάσει. Και δεν το γνωρίζω επειδή κάπου το έχω διαβάσει. Το γνωρίζω επειδή πέρασα εκεί μεγάλο μέρος της ζωής μου… Χαμογελώ από συμπάθεια, από ταύτιση μαζί σου, επειδή βλέπω τον εαυτό μου σε άλλη εποχή, τον βλέπω στην δική σου στάση…»

«Δεν μου χρησιμεύει σε τίποτα, Χοντρέ. Δεν μου αρκεί να μάθω ότι εσύ πέρασες απ’αυτή τη φάση. Δεν με παρηγορεί να ξέρω ότι αυτός είναι ο πιο πολυσύχναστος δρόμος του πλανήτη. Σήμερα αυτό δεν μου φτάνει!»

Ο Χοντρός εξακολούθησε να έχει ένα ύφος ικανοποιημένου Βούδα.

«Το ξέρω. Ξέρω ότι δεν σου φτάνει αυτό. Αλλά θα φύγεις τώρα;»

«Όχι. Δεν φεύγω!»

«Εντάξει λοιπόν, ηρέμησε. Ζήτησες να μάθεις γιατί χαμογελούσα και εγώ σου εξήγησα. Αυτό είναι όλο.»

Ο Χόρχε κάθισε πάλι στην πολυθρόνα του.
«Σ’ενοχλεί να σου λένε ψέματα.»

«Ναι!»

«Και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι σου λένε ψέματα;»

«Τι με κάνει να πιστεύω ότι μου λένε ψέματα; Μου λένε κάτι και μετά ανακαλύπτω, αργά ή γρήγορα, ότι δεν είναι αλήθεια.»

«Α, μα εσύ μπερδεύεις δύο διαφορετικά πράγματα. Το να μη λες αλήθεια και το να λες ψέματα.»

«Μπα; Δεν είναι το ίδιο;»

«Καθόλου.»

Η τυπική λογική της σκέψης μου είχε προσκρούσει σε έναν τοίχο από γρανίτη… Η μοναδική μου παρηγοριά ήταν η σκέψη ότι εάν, όπως έλεγε πάντα ο Χόρχε, η σύγχυση ήταν η σκέψη ότι εάν, όπως έλεγε πάντα ο Χόρχε, η σύγχυση ήταν η πύλη εισόδου στη διαύγεια, εγώ μάλλον βρισκόμουν στα πρόθυρα της φώτισης, γιατί δεν καταλάβαινα γρυ.

«Είναι σαφές!» άρχισε ο Χόρχε.
«Σαφές για σένα!» είπα. Ο Χοντρός γέλασε με κέφι και συνέχισε:

«Να λες την αλήθεια ή όχι είναι ανεξάρτητο πράγμα από το ψέμα. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα.»

Πάνε πολλά χρόνια από τότε που εμφανίστηκε στον κόσμο ο ανιχνευτής ψεμάτων. Όλοι οι δικηγόροι και οι ερευνητές της ανθρώπινης συμπεριφοράς ήταν ενθουσιασμένοι. Η συσκευή βασίζεται σε πολλούς αισθητήρες που ανιχνεύουν τις αποκλίσεις από τη φυσιολογική κατάσταση του οργανισμού, την εφίδρωση, τις μυϊκές συσπάσεις, τις διαταραχές του σφυγμού, το τρέμουλο και τις οφθαλμικές κινήσεις. Καταγράφουν το συνδυασμό όλων των διαταραχών όταν κάποιος λέει ψέματα.

Εκείνη την εποχή, τα πειράματα με τη «μηχανή αλήθειας» όπως την αποκαλούσαν, διεξάγονταν κατά κόρον σε όλον τον κόσμο.

Μία μέρα, ένας δικηγόρος σκέφτηκε να κάνει μια ιδιαίτερη έρευνα. Πήγε τη μηχανή στο ψυχιατρείο μιας πόλης και έβαλε μπροστά της έναν έγκλειστο. Τον Τζ. Σ. Τζόουνς. Ο κύριος Τζόουνς ήταν ψυχωτικός και στο παραλήρημά του υποστήριζε ότι ήταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης. Ίσως επειδή είχε μελετήσει ιστορία, γνώριζε στην εντέλεια τη ζωή του Ναπολέοντα κι έλεγε με απόλυτη ακρίβεια, και σε πρώτο πρόσωπο πάντα, απίθανες λεπτομέρειες από τη ζωή του Μεγάλου Κορσικανού. Ό,τι έλεγε φαινόταν απολύτως λογικό και δεν έχανε ποτέ τον ειρμό του.

Οι γιατροί κάθισαν τον κύριο Τζ. Σ. μπροστά στον ανιχνευτή της αλήθειας και ύστερα από την ρουτίνα των ρυθμίσεων, τον ρώτησαν:

«Είστε ο Ναπολέων Βοναπάρτης;»

Ο ασθενής σκέφτηκε για μια στιγμή, και μετά αποκρίθηκε:

«Όχι! Μα τι λέτε; Εγώ είμαι ο Τζ. Σ. Τζόουνς.»

Χαμογέλασαν όλοι, εκτός από το χειριστή του ανιχνευτή αλήθειας που τους ενημέρωνε ότι ο κύριος Τζόουνς έλεγε… ψέματα!

Η μηχανή απέδειξε ότι όταν ο ασθενής έλεγε την αλήθεια (δηλαδή, όταν έλεγε ότι ήταν ο κύριος Τζόουνς), ψευδόταν… Γιατί ο ίδιος πίστευε ότι ήταν ο Ναπολέων.

Σχετικά άρθρα