Μπορούμε να ξεφύγουμε από τα παιδικά μας τραύματα;

 Η ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΤΡΑΥΜΑΤΟΣ. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ

Το ψυχικό τραύμα της παιδικής ηλικίας αλλοιώνει τον εσωτερικό ψυχικό κόσμο του παιδιού και συχνά επαναλαμβάνεται  στην ενήλικη ζωή, ακόμα και εάν το άτομο συνειδητά επιδιώκει να το αποφύγει. Η σοβαρότερη συνέπεια του παιδικού ψυχικού τραύματος είναι η ανάγκη να κρατηθεί εσωτερικά ο δεσμός με τον γονιό ( πού κακοποίησε) και αυτό γίνεται με την ταύτιση μαζί του. Στην περίπτωση αυτή η ταύτιση παίρνει την μορφή της ταύτισης με τον επιτιθέμενο. Η επανάληψη μπορεί, λοιπόν, να γίνει με αντίστροφο τρόπο, όπου το θύμα μετατρέπεται ακούσια σε θύτη, οπότε αυτός πού υπέστη μια κακοποίηση , με ασυνείδητο τρόπο κακοποιεί το δικό του παιδί. Μπορεί επίσης να επαναλαμβάνει τη θέση του θύματος, σε μια  μαζοχιστική εκδοχή.   

Γράφει ο Καθηγητής Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κύριος Γρηγόρης Βασλαματζής. 

Η μετάδοση του τραύματος στην επόμενη γενιά αποτελεί μια σχετικά συνήθη κατάσταση πού παρατηρούμε στους ανθρώπους πού πάσχουν από ποικίλες δυσλειτουργίες της προσωπικότητας, από κατάχρηση τοξικών ουσιών ή από αυτό-τραυματική και παρορμητική συμπεριφορά. Αν αναζητήσουν ψυχοθεραπευτική βοήθεια, τότε υπάρχει ελπίδα να «σπάσει» ο φαύλος κύκλος της επανάληψης.   Πολλοί όμως αρνούνται τη σύνδεση της δικής τους τραυματικής  ιστορίας με το τι παθολογικό συμβαίνει στην οικογένεια τους.  Δικαιολογούνται ότι αυτοί άντεξαν ή ξεπέρασαν αυτό πού τους είχε συμβεί και αρνούνται  την οδύνη πού προκαλεί η αποκάλυψη της επανάληψης του τραύματος.

Δεν είναι πάντως αυτή η περίπτωση της Ιφιγένειας

Η ψυχοθεραπεία της 40χρονης Ιφιγένειας κράτησε περίπου 5 χρόνια σε ένα Δημόσιο Κέντρο Ψυχοθεραπείας. Είχε έρθει αναζητώντας θεραπεία για σοβαρή κατάθλιψη. Το σημαντικότερο κίνητρο της ήταν , όπως υποστήριζε,  να φτιάξει τη σχέση με τα παιδιά της και να επανορθώσει . Συμμετείχε σε ομάδα με δύο γυναίκες συν θεραπεύτριες.

 Η Ιφιγένεια είναι το δεύτερο παιδί μιας τετραμελούς οικογένειας. Περιγράφει τον πατέρα της ως έναν άνθρωπο αυστηρό και βίαιο, αλλά  και με αρχές. Δε μιλάει για τη μητέρα της σχεδόν καθόλου ενώ για τον  αδελφό της λέει «…θυμάμαι, ότι περίμενα στο παράθυρο να τον δω πότε έρχεται, για να προλάβω να τον προειδοποιήσω για τον πατέρα, για να μην της φάει, γιατί αυτός και η μητέρα έτρωγαν πολύ ξύλο…». Η Ιφιγένεια μιλάει για μια δύσκολη εφηβεία, γεμάτη θυμό. Κρατούσε ημερολόγιο και έγραφε πόσο μίσος ένιωθε και απελπισία, σαν να μην υπήρχε κανείς να την καταλάβει. Στο διάστημα αυτό δοκίμασε χασίς και έκτοτε κάπνιζε περιστασιακά μέχρι και την έναρξη της ομαδικής ψυχοθεραπείας.

Στην ηλικία των 17 ετών μένει έγκυος και φεύγει με τον σύντροφό της από την ιδιαίτερη πατρίδα της. «…Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και δεν ξαναγύρισα…αλλά και κανείς δε με αναζήτησε… ούτε η μητέρα μου» θα πει σε μια συνεδρία. Όταν παντρεύτηκαν όμως άρχισαν έντονα προβλήματα στη σχέση και λίγο αργότερα ο σύντροφός της την εγκαταλείπει για μια άλλη γυναίκα. Η Ιφιγένεια μένει με το μωρό χωρίς στήριξη, ενώ  κάνει προσπάθειες για να γυρίσει πίσω ο σύζυγός της.

Η ίδια αναφέρει ότι αυτή η περίοδος ήταν πολύ δύσκολη, η ίδια ήταν διαλυμένη και το μωρό έκλαιγε συνέχεια αφού εμφάνισε ατοπική δερματίτιδα «…έκλαιγε και δε μπορούσα να το πάρω αγκαλιά, ξεφλούδιζε το δερματάκι του και δε μπορούσα να το ανακουφίσω, μου ήταν δυσβάσταχτο…». Τελικά ο σύζυγός της επέστρεψε αλλά η σχέση δεν αποκαταστάθηκε, αν και αποφάσισαν να προχωρήσουν στην γέννηση δεύτερου παιδιού. Υπήρχε ένα συνεχές μπες-βγες του συζύγου στη ζωή της Ιφιγένειας και των παιδιών. Για το δεύτερο παιδί της όμως ένιωθε διαφορετικά, πιο ζεστά, δέθηκε μαζί του.

Τελικά η ίδια έδωσε τέλος στην σχέση αφού πληροφορήθηκε ότι ο σύζυγός της είχε αφήσει έγκυο μια άλλη γυναίκα.

Έτσι μένει μόνη με τα δύο παιδιά τριών  και ενός έτους, χωρίς επαφές με την πατρική της οικογένεια και χωρίς δουλειά. Καταφέρνει όμως να βρει εργασία και τα επόμενα χρόνια προσπαθεί να ορθοποδήσει. Γίνεται μια προσέγγιση από τη μητέρα της, όταν πια είναι βαριά άρρωστος ο πατέρας. Στο μεταξύ έχουν περάσει τα χρόνια ο πρώτος της γιος είναι 12 και αποφασίζει να πάει να μείνει στον πατέρα του,  με τον οποίο η Ιφιγένεια  διατηρεί πολύ κακές σχέσεις, χρωματισμένες από έντονο  θυμό. Για την Ιφιγένεια  είναι το πρώτο πλήγμα αφού δε μπορεί να κατανοήσει το λόγο που την εγκαταλείπει το παιδί της. Έναν χρόνο μετά γνωρίζεται με τον σημερινό της σύζυγο  και λίγο αργότερα  παντρεύονται.

Στο μεταξύ το δεύτερο παιδί της εμφανίζει διάφορες δυσκολίες στο σχολείο. Όταν γίνεται 14 ετών, της ανακοινώνει ότι θα φύγει για να ζήσει και αυτός με τον πατέρα του. Η Ιφιγένεια καταρρέει και αισθάνεται προδομένη. Αδυνατεί να καταλάβει πώς τα παιδιά της προτιμούν τον πατέρα τους, έναν άνθρωπο ασταθή και ανώριμο με οικονομικά προβλήματα. Και τότε ζητάει ψυχοθεραπευτική βοήθεια.

Τα παιδιά της εμφανίζουν προβλήματα…

Στα χρόνια που ακολουθούν στην ομαδική ψυχοθεραπεία, δυσκολεύεται πολύ να μιλήσει για τα συναισθήματά της. Της είναι πιο εύκολο  να μιλάει για πρακτικές λύσεις στα προβλήματα των άλλων παρά για τη δική της οδύνη σε σχέση με την εγκατάλειψη που έχει βιώσει πρώτα από τη μητέρα που δεν την κράτησε και μετά από τον πρώτο της σύζυγο και τα παιδιά της.

Στην πορεία της θεραπείας μιλάει για το μπες –βγες των παιδιών της πια, στο σπίτι της, αφού και τα δύο κατά διαστήματα πότε μένουν στον πατέρα και πότε σε αυτήν, για την χρήση ουσιών από τον πρώτο της γιο και τις αποτυχημένες προσπάθειές του για θεραπεία αλλά και τα προβλήματα του δεύτερου γιου της  ο οποίος εμφανίζει επεισόδια αυτοτραυματισμού.

Τι συνέβαινε στην οικογένειά της;

Καταφέρνει να μιλήσει για τον πατέρα της σχεδόν στον τέταρτο χρόνο της θεραπείας, για να πει ότι ήταν ευερέθιστος λόγω του αλκοόλ «…έπινε σίγουρα πολύ ο πατέρας μου αλλά τότε όλοι κάπως έτσι ήταν…» και για τη μητέρα της, που όταν της μιλούσε για τις δυσκολίες της από μικρή, φαινόταν να μην την αντέχει «…με είδε που έκλαιγα για τον Π. (ο 1ος γιός της)… δε μου είπε τίποτα και μετά έκατσε να βάψει τα νύχια της… στην οικογένεια μου δεν επιτρεπόταν το κλάμα, γιατί ήταν δείγμα αδυναμίας…».

Μετά από λίγο  η Ιφιγένεια αρχίζει να παρακολουθεί μια ομάδα γονέων για χρήστες με τον πρώην σύζυγό της. «…δεν αισθάνομαι πια αυτόν τον θυμό, που ήθελα να τον καταστρέψω… έχουμε ένα κοινό συμφέρον και πρέπει να συνεργαστούμε για τον Π., θα προσπαθήσω…». Ο πρώτος γιος μένει με τον πατέρα ενώ ο δεύτερος με την Ιφιγένεια.

Τα κατάφερε;

Η Ιφιγένεια κατάφερε, μετά από 5 1/2 χρόνια ψυχοθεραπείας,  να οριοθετήσει την κατάσταση γύρω της, αναλαμβάνοντας  τις συνειδητές και ασυνείδητες ευθύνες της. Μπορεί να εκφράζει πιο εύκολα τα συναισθήματα της, ειδικά τα αρνητικά, και έτσι να μην αφήνεται σε καταστροφικές κινήσεις. Τα παιδιά της επίσης έχουν αναλάβει την ευθύνη των προβλημάτων τους και κάνουν ψυχοθεραπεία. Στο τέλος της ψυχοθεραπείας της νιώθει πιο δυνατή  για  να αντέξει τα δύσκολα συναισθήματά της για τα παιδιά της χωρίς να τα εγκαταλείπει ψυχικά. 

Σχετικά άρθρα