O Θανάσης Λάλας προτείνει: Μαργκερίτ Ντυράς (Marguerite Duras) Ο εραστής (L' amant)

<p><span>"Μετά την άρνηση του βραβείου Νόμπελ από τον Σαρτρ δεν γνωρίσαμε ίσως ένα τόσο σημαντικό λογοτεχνικό γεγονός. Η απονομή του βραβείου Γκονκούρ στη Μαργκερίτ Ντυράς για το βιβλίο της "Ο εραστής", μαρτυρά μια στροφή των γαλλικών γραμματων, της οποίας η σημασία διαφεύγει, χωρίς αμφιβολία, και από τους ίδιους τους κριτικούς. Δεν πρόκειται απλά για ένα καλό βιβλίο που επιβραβεύεται· είναι η ίδια η έννοια της λογοτεχνίας που αποκαθίσταται.</span><br /><span>Διότι "Ο Εραστής" δεν είναι ένα βιβλίο στο οποίο η συγγραφέας ενδίδει στη μόδα. Δεν είναι μια αφήγηση για τα παιδικά χρόνια, τη μητέρα, τους αδελφούς, τον εραστή, τη λευκή κόρη της Σαϊγκόν. Αυτά δεν είναι παρά η επιφάνεια των πραγμάτων. Εδώ έχουμε μια αφήγηση για την πρόσβαση στην επιθυμία και τη γλώσσα, για το πάθος της γραφής…</span><br /><span>Τη στιγμή που πολύ συχνά πίστευε κανείς ότι αρκεί να φωνάξει πιο δυνατά από τους άλλους για να ακουστεί, τη στιγμή που η περιρρέουσα δημαγωγία φαίνετε να επιβάλει μια εμπνευσμένη αναθεώρηση των λογοτεχνικών αξιών, συγκροτείται ένα νέο κοινό αναπνέοντας μια νέα ανάγνωση" γράφει ο Yves Laplus στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.</span><br /><span>Γιά τους αναγνώστες του βιβλίου είναι απαραίτητο να γνωρίζουν μερικά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Για παραδειγμα, ότι τα σκοτάδια στη ζωή της Ντυράς αρχίζουν πολύ νωρίς. Η μητέρα είναι τότε δασκάλα, αποσπασμένη από τη γαλλική δημόσια εκπαίδευση, και ζει από ένα σημείο και πέρα μόνη με τα τρία παιδιά της. Η παιδική και εφηβική ζωή της Ντυράς κάθε άλλο παρά φυσιολογική είναι. Η μητέρα έχει παθολογική αδυναμία στον μεγάλο γιο, έναν ναρκομανή μικροαπατεώνα. Η κόρη θα γνωρίσει πολύ νωρίς τη βία. Τρώει πολύ ξύλο από τον μεγάλο αδελφό και η μητέρα ενθαρρύνει τον σαδισμό του. Αντίθετα, μια μεγάλη τρυφερότητα θα δέσει τη Μαργκερίτ με τον μικρό, που είναι καθυστερημένος. Αυτή η τρυφερότητα φτάνει στα όρια της αιμομικτικής σχέσης. Στην εφηβεία γίνεται η γνωριμία με τον «Εραστή». Τη βρίσκουμε στο βιβλίο που έγινε και μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία. Η βιογράφος δεν βρήκε στοιχεία που να διαλευκάνουν αυτή την περίεργη ιστορία του δεσμού της 15χρονης Μαργκερίτ με τον πλούσιο Κινέζο. Είναι αλήθεια ότι η μητέρα την εξέδιδε στον πάμπλουτο Ασιάτη για να βρίσκει λεφτά για τον αδελφό που χρειαζόταν όλο και περισσότερα για τα ναρκωτικά;</span><br /><br /><span>Αν γνωρίζετε όλα αυτά και μερικά ακόμη αυτοβιογραφικά στοιχεία, μπορείτε να διαβάσετε μέ άλλη ματιά το εξαισιο αυτό βιβλίο, μιάς και η ζωή της Ντυράς είναι η παρτιτούρα πάνω στην οποία πατάει το συγγραφικό της ταλέντο γιά να ερμηνεύσει τη ζωή. </span><br /><br /><span>"Η Μαργκερίτ Ντυράς είναι γνωστή ήδη από το βιβλίο που έγινε και ταινία: «Χιροσίμα αγάπη μου». Αλλά με το έργο της  «Ο εραστής», που  εκδόθηκε το 1984 και τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ,η Ντυράς απελευθερώνεται πλήρως. Το βιβλίο αυτό εντυπωσίασε το κοινό, όχι μόνο για το θέμα του αλλά και για τη γραφή του, η οποία συνδυάζει μια γλώσσα σκληρή, πολύ κυνική θα έλεγα, με εκρήξεις λυρισμού, που πηγάζουν γι αυτήν αυτονόητα από τη φύση του ίδιου του θέματος που παρουσιάζει. </span><br /><span>Χαρακτηριστικό στοιχείο της αφήγησης η προσπάθεια της συγγραφέως να αποστασιοποιηθεί απ’ αυτά τα τραυματικά της βιώματα. Γι αυτό γίνεται κυνική  απογυμνώνοντας τα έτσι απ’  τη συγκίνηση που θα της προκαλούσε η τυχόν νοσταλγία τους. Η απόσταση αυτή ανάμεσα στη βίωση των γεγονότων και στην αφήγησή τους, απόσταση χρονική και ψυχική, βοηθά τη συγγραφέα να σταθεί κριτικά απέναντι στις εμπειρίες του παρελθόντος της. Όμως το συναίσθημα  όσο  κι αν προσπαθεί να το κρύψει βαθιά μέσα της και κάτω απ΄ τον κυνικό της λόγο, αυτό φανερώνεται και ξεχύνεται λίγο-λίγο κάτω απ’ τις λέξεις και τις φράσεις. Γράφει θυμούμενη τη μάνα της «…είναι αργά για αναμνήσεις. Δεν τους αγαπώ πια…Δεν έχω πια στο μυαλό μου το άρωμα του κορμιού της, ούτε στα μάτια μου το χρώμα των ματιών της…» Μα και μόνο η καταγραφή του «ξεχασμένου» συναισθήματος της συνεπάγεται την ύπαρξή του μέσα στην ψυχή της, και τον πόνο και τη νοσταλγία στη θύμηση του! Αυτή η εναλλαγή ανάμεσα στο καταπιεσμένο συναίσθημα που φανερώνεται κάθε τόσο και την ψυχρή γλώσσα που προσπαθεί να το σκεπάσει τελείως, εκφράζεται με την εναλλαγή πρώτου ενικού και τρίτου ενικού προσώπου. Όταν χρησιμοποιείται τρίτο ενικό, η αφηγήτρια παρακολουθεί σαν ξένη τον εαυτό της καταγράφοντας και ερμηνεύοντας τις αντιδράσεις της. Αντίθετα όταν χρησιμοποιείται πρώτο ενικό η αφηγήτρια ταυτίζεται με την πρωταγωνίστρια και προβαίνει σε προσωπικές εκμυστηρεύσεις, συχνά λυρικές.</span><br /><span>      </span><br /><span>Ανάλογος είναι και ο τρόπος αφήγησης. Τα γεγονότα εξιστορούνται ακολουθώντας δυο χρονικούς άξονες, οι οποίοι εναλλάσσονται μεταξύ τους. Ο ένας άξονας οδηγεί στα παιδικά της χρόνια μέσα απ’ τις οικογενειακές αναμνήσεις που τις χαρακτηρίζει αφενός η αποξένωση κι αφετέρου η αγάπη. Ο άλλος άξονας αρχίζει με την γνωριμία του εραστή και συνεχίζει με την σχέση τους και το τέλος της σχέσης. Τα γεγονότα αναφέρονται τηλεγραφικά ενώ κυριαρχούν οι  αξιολογικές  κρίσεις και αναλυτικές περιγραφές  σημαντικών καθημερινών στιγμιότυπων απ’ τη  ζωή της. Κάθε παράγραφος ή ενότητα ή ακόμα και φράση ξεχωρίζει φανερά απ’ την άλλη  με διάκενο ίσως για να τονιστεί μάλλον η σπουδαιότητα καθεμιάς χωριστά".</span><br /><br /><span>"Με το έργο αυτό η Μ. Ντυράς αποτίνει φόρο τιμής στον πρώτο της έρωτα, έστω και πολύ αργοπορημένα, επειδή ο ρατσισμός της εποχής και οι κοινωνικές συνθήκες δεν την άφησαν να συνειδητοποιήσει και να ανταποδώσει στο νεαρό ερωτευμένο Κινέζο τον έρωτα που αισθάνθηκε τότε γι αυτόν κι αυτή, το μικρό «λευκό κορίτσι»! Η συγγραφέας πληρώνει ακόμα τον οφειλόμενο φόρο τιμής και στη χαμένη αθωότητα της νιότης της που τόσο πρόωρα βιάστηκε απ’ τις οικογενειακές περιπέτειες αλλά και τις επιλογές της! Ένα δυνατό έργο, που έχει εμπνευσθεί από αληθινά βιώματα της συγγραφέως, την εποχή της γαλλικής αποικιοκρατίας στην Ινδοκίνα, την οποία αγάπησε και στην οποία πέρασε  τα παιδικά κι εφηβικά της χρόνια".</span></p>

Σχετικά άρθρα