Καρδιομεταβολικές παθήσεις. Όλα τα νέα δεδομένα για την αντιμετώπισή τους

<p><span style="font-size: medium;"> Τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα για την αντιμετώπιση και καταπολέμηση των καρδιομεταβολικών παθήσεων παρουσιάστηκαν κατά την διήμερη επιστημονική εκδήλωση«CardioMetabolic Summit», που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα με τη συμμετοχή 300 και πλέον διακεκριμένων επαγγελματιών του χώρου υγείας.</span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Τα νέα αυτά δεδομένα μπορούν να βοηθήσουν στη βελτίωση της υγείας των ασθενών αλλά και στη μείωση του κόστους που επωμίζονται η πολιτεία και οι ασθενείς.</span></p>
<p><span style="font-size: medium;">              <strong> Η αλήθεια των αριθμών</strong></span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Όσον αφορά στην δυσλιπιδαιμία, στην Ελλάδα η συχνότητα εμφάνισης της είναι αρκετά υψηλή, καθώς υπολογίζεται ότι 1 στους 500 πάσχουν από ετερόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία, ενώ για τη μικτή υπερλιπιδαιμία, δηλαδή διαταραχές σε LDL-χοληστερόλη και τριγλυκερίδια, η συχνότητα εμφάνισης είναι ακόμα υψηλότερη, 1 στους 100. Η υπεροχοληστερολαιμία αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης αθηρωματικής πλάκας η οποία μπορεί να οδηγήσει σε καρδιαγγειακά νοσήματα κυρίως με τη μορφή εμφράγματος μυοκαρδίου και αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα μεγάλο, καθώς αφορά άντρες  άνω  των 40 ετών, άτομα με αρτηριακή υπέρταση και αθηροσκλήρωση, διαβητικούς τύπου 2, καπνίζοντες, υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα. Στη χώρα μας, κάθε χρόνο αναφέρονται 20.000 εμφράγματα και 35.000 εγκεφαλικά επεισόδια, αποτελώντας έτσι δύο από τις κυριότερες αιτίες θανάτου.</span></p>
<p><span style="font-size: medium;"><strong>Η αντιμετώπιση του σακχαρώδους διαβήτη</strong> αποτέλεσε επίσης αντικείμενο του επιστημονικού διαλόγου, καθώς το 8,4% του παγκόσμιου πληθυσμού πάσχει σήμερα από τη νόσο.  Στην Ελλάδα, 584.600 άτομα, δηλαδή ποσοστό περίπου 7% του γενικού πληθυσμού, πάσχει από διαβήτη, ενώ υψηλός είναι και ο αριθμός των ατόμων που πάσχουν και δεν το ξέρουν, ο οποίος ανέρχεται σε 213.910. Ο Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου 2 κοστίζει  στη χώρα μας 2,3  δισ. ευρώ, ενώ το κόστος των επιπλοκών της ασθένειας αποτελεί το 55% των συνολικών εξόδων για τη νόσο.</span></p>
<p><span style="font-size: medium;"><strong>Τα καρδιομεταβολικά νοσήματα</strong> αυξάνουν την πρόωρη θνησιμότητα, ενώ επηρεάζουν σημαντικά και την παραγωγικότητα των εργαζομένων προκαλώντας σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις.</span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Όλοι οι επιστήμονες  τόνισαν ότι για την επιτυχή αντιμετώπιση των καρδιομεταβολικών νοσημάτων πρέπει να επέλθει μία αλλαγή στον τρόπο ζωής, να μετρηθεί η αξία της LDL χοληστερόλης, να επιτευχθούν οι θεραπευτικοί στόχοι, να αξιοποιηθούν  τα πλεονέκτημα των αναστολέων DPP-IV για την καταπολέμηση του διαβήτη τύπου 2, να συμμορφωθούν οι ασθενείς με τη θεραπεία και να επιτευχθεί η απώλεια βάρους στους ασθενείς με καρδιομεταβολικά νοσήματα.</span></p>
<p><span style="font-size: medium;"> </span></p>
<p><span style="font-size: medium;"><strong>Η αλλαγή τρόπου ζωής, βασική παράμετρος πρόληψης</strong></span></p>
<p><span style="font-size: medium;"> </span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Ο A. Catapano, Καθηγητής Φαρμακολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου και Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης,  τόνισε ότι: «η αλλαγή του τρόπου ζωής αποτελεί βασικό πυλώνα των παρεμβάσεων για τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Όλες οι κατευθυντήριες οδηγίες προτείνουν ότι οι αλλαγές προς έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής με υγιεινή διατροφή και άσκηση, ακόμη και για τους ασθενείς υψηλού κινδύνου, θα πρέπει να εφαρμοστούν ακόμη και πριν από την έναρξη της θεραπείας ή ταυτόχρονα με την φαρμακευτική αγωγή. Η αλλαγή στον τρόπο ζωής μπορεί να επιφέρει μείωση της LDL χοληστερόλης ακόμη και 15% η οποία λειτουργεί προσθετικά στην επίδραση του φαρμάκου, προς όφελος του ασθενή».</span></p>
<p><span style="font-size: medium;"> </span></p>
<p><span style="font-size: medium;"><strong>Η ρύθμιση της </strong><strong>LDL</strong></span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Ο Δ. Ρίχτερ, Καρδιολόγος, Διευθυντής της Β' Καρδιολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου «Ευρωκλινική» και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Λιπιδιολογίας, Αθηροσκλήρωσης και Αγγειακής Νόσου, από την πλευρά του επεσήμανε τη σπουδαιότητα της μέτρησης της LDL για τον ασθενή αναφέροντας ότι, «αν καταφέρουμε να ρυθμίσουμε την LDL έχουμε λύσει το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος». «Μέσα από ερευνητικές ενέργειες με το Ελληνικό Ίδρυμα Καρδιολογίας, είδαμε ότι στην Ελλάδα το 50% των Ελλήνων δεν γνώριζε τα επίπεδα της χοληστερίνης του και από εκείνους που είχαν γνώση και μάλιστα γνώριζαν ότι ήταν υψηλή, μόνο τα 2/3 έκαναν κάτι για να τη ρυθμίσουν. Το 1/3 των ασθενών απλά την παρακολουθούσε. Για τη μείωση της χοληστερίνης  χρειάζεται κανείς να αλλάξει τον τρόπο ζωής του, να μειώσει τα κορεσμένα λίπη στη διατροφή του και να υιοθετήσει το μεσογειακό πρότυπο διατροφής. Η άσκηση και η διατροφή βοηθούν κυρίως στην άνοδο της καλής χοληστερίνης και στη μείωση των τριγλυκεριδίων. Για τον ασθενή, είναι σημαντικό να γνωρίζει το στόχο της LDL που θα πρέπει να φτάσει και να λάβει την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή που θα τον βοηθήσει να το πετύχει».</span></p>
<p><span style="font-size: medium;"> </span></p>
<p><span style="font-size: medium;"><strong>Η ρύθμιση του σακχάρου</strong></span></p>
<p><span style="font-size: medium;">O M. Fisher, Καθηγητής, Διευθυντής Παθολογικής Κλινικής στο Glasgow Royal Infirmary της Γλασκώβης, τόνισε πως η επίτευξη των θεραπευτικών στόχων στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 αποτελεί πρόκληση. «Οι κυριότεροι λόγοι που οδηγούν σε αποτυχία ρύθμισης των διαβητικών ασθενών είναι η ανεπαρκής παρακολούθηση, η κλινική αδράνεια, η σύγχυση των θεραπευτικών στόχων, η ανεπαρκής επικοινωνία μεταξύ ιατρών και ασθενών, η ελλιπής συμμόρφωση με τη θεραπευτική αγωγή αλλά και οι περιορισμοί των παραδοσιακών θεραπειών παλαιότερης γενιάς. Για κάποιους από τους παραπάνω λόγους, υπάρχουν πλέον λύσεις καθώς οι νέες θεραπευτικές επιλογές, όπως οι αναστολείς DPP-IV, ο πιο διαδεδομένος εκπρόσωπος, των οποίων παγκοσμίως, είναι η σιταγλιπτίνη, προσφέρουν σημαντικά πλεονεκτήματα, σε σχέση με τις παλαιότερες θεραπείες. Οι αναστολείς DPP-IV είναι αποτελεσματικοί στη ρύθμιση του σακχάρου, είναι θεραπείες καλά ανεκτές, με ευνοικό προφίλ ασφάλειας και το σημαντικότερο όλων δεν προκαλούν υπογλυκαιμίες ή αύξηση βάρους, εξαλείφοντας ουσιαστικά τους σημαντικότερους φόβους των διαβητικών ασθενών. Οι αναστολείς DPP-IV αποτελούν την πλέον χρήσιμη βοήθεια στην διαχείριση των διαβητικών ασθενών».</span></p>
<p><span style="font-size: medium;"> </span></p>
<p><span style="font-size: medium;"><strong>Ο ρόλος των αναστολέων DPP-IV στην καταπολέμηση του διαβήτη τύπου 2</strong></span></p>
<p><span style="font-size: medium;"> </span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Η C. Deacon, Καθηγήτρια Έρευνας του Τμήματος Ιατρικής Φυσιολογίας του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης,  τόνισε:  «Πιστεύω ότι στην αντιμετώπιση του διαβήτη χρειαζόμαστε μία θεραπεία της οποίας το θεραπευτικό αποτέλεσμα να διαρκεί στον χρόνο και να είμαστε σίγουροι για την ασφάλεια της, γεγονός το οποίο ισχύει με όλους τους αναστολείς DPP-IV, για τους οποίους αποτελεί πλεονέκτημα το ότι έχουμε πλέον μεγάλη κλινική εμπειρία». Η C. Deacon ανέφερε  επίσης πως δεν είναι όλοι οι αναστολείς DPP-IV ίδιοι. «Έχουν σαφείς ομοιότητες (αποτελούν αποτελεσματικές θεραπείες, ασφαλείς στη χρήση, καλά ανεκτές), αλλά και σημαντικές διαφορές ,  όπως η εκλεκτικότητα ως προς τα ένζυμα που αναστέλλουν, ο τρόπος που μεταβολίζονται και αποβάλλονται από τον οργανισμό, οι αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα, η δοσολογία και η συχνότητα χορήγησης κ.α. Για παράδειγμα, η σιταγλιπτίνη που αποτελεί τον εκπρόσωπο με τη μεγαλύτερη κλινική εμπειρία, χορηγείται πάντα μια φορά την ημέρα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς με νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια, με κατάλληλη μείωση της δόσης ενώ η βιλνταγλιπτίνη η οποία χορηγείται συνήθως δυο φορές την ημέρα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία».</span></p>
<p><span style="font-size: medium;"> </span></p>
<p><span style="font-size: medium;"><strong>Ο ασθενής οφείλει να είναι συνεπής με τη θεραπεία του </strong></span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Η L. Tokgozoglu, Καθηγήτρια Καρδιολογίας του Πανεπιστημίου Hacettepe, Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης και Πρόεδρος της Τουρκικής Εταιρείας Καρδιολογίας, αναφέρθηκε στους ασθενείς που δεν είναι συνεπείς  με τις οδηγίες του θεράποντος  ιατρού τους: «Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες εξαιτίας των οποίων οι ασθενείς δεν μπορούν να συμμορφωθούν με τη θεραπεία τους. Η διαχείριση των ασθενών αποτελεί μία εξίσωση με πολλές παραμέτρους και δεν πρέπει να κατηγορείται ο ιατρός για το κενό που δημιουργείται, αφού προσπαθεί να κάνει το καλύτερο δυνατό για τον ασθενή του. Το κενό αυτό θα πρέπει να συμπληρωθεί από τις πολιτικές υγείας, αλλά και από τον ίδιο τον ασθενή, ο οποίος οφείλει να είναι συνεπής και να συμμορφώνεται στη θεραπεία του, για να εξασφαλίσει την υγεία του».</span></p>
<p><span style="font-size: medium;"> </span></p>
<p><span style="font-size: medium;"><strong>Η μείωση του βάρους</strong></span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Ο κ.  Α. Παπαλαζάρου, Κλινικός Διατροφολόγος, αναφέρθηκε στη σημασία της μείωσης του βάρους  ειδικά στους ασθενείς με καρδιομεταβολικά νοσήματα, οι οποίοι κυρίως  είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.  Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, οι 9 στους 10 ασθενείς, οι οποίοι εφαρμόζουν αυστηρές δίαιτες, ξαναπαίρνουν όλο το βάρος μέσα στα επόμενα 5 χρόνια. Το 58% των ατόμων που ξεκινούν μια αυστηρή δίαιτα, τη σταματούν. Μια αλλαγή στη  διατροφική συμπεριφορά έναντι μιας αυστηρής στερητικής δίαιτας   είναι πιο αποτελεσματική στην απώλεια βάρους.</span></p>
<p><span style="font-size: medium;"><strong>Οι οικονομικές συνέπειες των καρδιομεταβολικών νοσημάτων</strong></span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Τις οικονομικές συνέπειες των καρδιομεταβολικών νοσημάτων εξέθεσε ο Ν. Μανιαδάκης, καθηγητής Οργάνωσης και Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας και Αναπληρωτής Κοσμήτορας στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αμερικανικού Ινστιτούτου Καρδιολογίας, Πνευμονολογίας και Αιματολογίας, διαπιστώνεται ότι για το έτος 2008 οι καρδιαγγειακές παθήσεις επιβάρυναν κατά 95,6 δισ. δολάρια το Αμερικανικό σύστημα περίθαλψης, η υπέρταση κατά 47,4 δισ. δολάρια ο σακχαρώδης διαβήτης κατά 45,9 δισ. δολάρια και η υπερλιπιδαιμία κατά 38,6 δισ. δολάρια.  Μόνο το 2006, τα κόστη νοσηλείας για τις καρδιαγγειακές παθήσεις στην Ευρώπη ήταν 109.689 εκατομμύρια ευρώ, 23.978 εκ. ευρώ για τις στεφανιαίες νόσους και 18.517 εκ. ευρώ για τα εγκεφαλικά.</span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Όσον αφορά τον διαβήτη, πρόσφατα στοιχεία του 2013 δείχνουν ότι 382 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από τη νόσο, αριθμός που μέχρι το 2035 θα έχει σχεδόν διπλασιαστεί. Το συνολικό οικονομικό κόστος διαχείρισης του Διαβήτη ήταν 188 δισ. ευρώ το 2010 στην Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γαλλία. Τα 90 δισ. ευρώ αφορούν άμεσα κόστη και τα 98 δισ. ευρώ έμμεσα κόστη. Το κόστος των φάρμακων δεν ξεπερνά το 10% του συνολικό άμεσου κόστους διαχείρισης του διαβήτη.</span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Η εκδήλωση  πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης, της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας (ΕΔΕ), της Ελληνικής Εταιρείας Λιπιδιολογίας, Αθηροσκλήρωσης και Αγγειακής Νόσου (ΕΕΛΙΑ), της Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης Βορείου Ελλάδος (ΕΑΒΕ), της Διαβητολογικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος (ΔΕΒΕ), της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας και της Πανελλήνιας Ένωσης Ενδοκρινολόγων.</span></p>

Σχετικά άρθρα