Λίγη πρασινόσκονη

Δεν υπάρχει πια στο μπάσκετ ο όρος «χρυσόσκονη» ή «αστερόσκονη». Μόνο… πρασινόσκονη. Η πιο βαριά φανέλα του ελληνικού αθλητισμού σε συλλογικό επίπεδο, αυτή της ομάδας μπάσκετ του Παναθηναϊκού με τα έξι αστέρια των ευρωπαϊκών τροπαίων, του ενός διηπειρωτικού, των 34 Πρωταθλημάτων, των 15 (ή μήπως ήδη των 16;) Κυπέλλων, αποδεικνύεται ότι δεν έχει αντίπαλο στην Ελλάδα εδώ και 17 χρόνια.
Ακόμα και εάν όλοι τον έχουν ξεγραμμένο, ο Παναθηναϊκός βρίσκει πάντα ένα διαφορετικό τρόπο για να νικάει. Κυκλοφορούν υπό τη μορφή… αμπελοσοφιών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά δεν είναι μακριά από την πραγματικότητα. Πόσες φορές έχει κερδίσει τον Ολυμπιακό ή πιο σωστά με πόσο διαφορετικούς τρόπους. Είναι τόσοι πολλοί που δεν χωράνε πραγματικά.
Έχει την πλάκα του αν σκεφτεί κανείς ότι αυτή η πράσινη φανέλα προκαλεί δέος στον αντίπαλο είτε φοριέται από τον Μποντιρόγκα είτε από τον Σλότερ, είτε από τον Διαμαντίδη στα ντουζένια του είτε στα 34 του, είτε από τον Μπατίστ είτε από τον Μπατίστα, είτε από τον Τσαρτσαρή είτε από τον Μποχωρίδη.
Γιατί τελικά αυτή η φανέλα κατάφερε να γίνει το όνειρο κάθε οπαδού: να υπερβεί τα άτομα, να υπερβεί το σύνολο και να εξυψωθεί σε τέτοιο σημείο όσο και τα λάβαρα που κρέμονται στο κλειστό του ΟΑΚΑ.
Την ίδια ώρα της παναθηναϊκής περηφάνιας του μπάσκετ, οι ίδιοι φίλοι του Τριφυλλιού σκέφτονται: «Μα καλά δεν υπάρχει ένας άνθρωπος να δώσει λίγη από τη συνταγή στην ομάδα ποδοσφαίρου;». Η απάντηση είναι φυσικά αρνητική. Η πρασινόσκονη διαχέεται στον μπασκετικό αέρα γιατί φρόντισαν γι’ αυτό με τις σωστές επιλογές τους οι αδερφοί Γιαννακόπουλοι. Και είναι τόσο ισχυρή η επίδρασή της που ακόμα και μετά τη φυγή τους, συνεχίζεται η ίδια κατάσταση.
Ας το αναλογιστούν αυτό όσοι κρατούν τις τύχες του ποδοσφαιρικού Παναθηναϊκού και ας κάνουν την αυτοκριτική τους όσοι είχαν επί σειρά ετών το Τριφύλλι δίχως ποτέ να καταφέρουν να βρουν τη συνταγή της πρασινόσκονης.
 

Σχετικά άρθρα